θυείδιον: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br /><i>dim. de</i> [[θυεία]].
|btext=ου (τό) :<br /><i>dim. de</i> [[θυεία]].
}}
{{elru
|elrutext='''θυείδιον:''' и [[θυΐδιον]] τό [demin. к [[θυεία]] и [[θυΐα]] ступка (λίθινον Arph.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''θυείδιον:''' τό, υποκορ. του [[θυεία]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''θυείδιον:''' τό, υποκορ. του [[θυεία]], σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''θυείδιον:''' и [[θυΐδιον]] τό [demin. к [[θυεία]] и [[θυΐα]] ступка (λίθινον Arph.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[θυείδιον]], ου, τό, [Dim. of [[θυεία]], Ar.]
|mdlsjtxt=[[θυείδιον]], ου, τό, [Dim. of [[θυεία]], Ar.]
}}
}}

Revision as of 13:30, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῠείδιον Medium diacritics: θυείδιον Low diacritics: θυείδιον Capitals: ΘΥΕΙΔΙΟΝ
Transliteration A: thyeídion Transliteration B: thyeidion Transliteration C: thyeidion Beta Code: quei/dion

English (LSJ)

τό, Dim. of θυεία, Ar.Pl.710; wrongly written θυΐδιον in cod. Rav., as in Damocr. ap. Gal.14.118.

German (Pape)

[Seite 1221] τό, dim. zum Vorigen, Ar. Plut. 710, wo cod. Rav. θυΐδιον hat, welche Form sich bei Galen. findet.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
dim. de θυεία.

Russian (Dvoretsky)

θυείδιον: и θυΐδιον τό [demin. к θυεία и θυΐα ступка (λίθινον Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

θυείδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ θυεία, Ἀριστοφ. Πλ 710, Δημόκρ. παρὰ Γαλην. 14. 118∙ - ὁ τύπος θυΐδιον ἐν τῷ Ραβ. Ἀντιγρ. τοῦ Ἀριστοφ. εἶναι ἐσφαλμένος.

Greek Monolingual

θυείδιον, τὸ (Α) θυείον
υποκορ. του θυεία.

Greek Monotonic

θυείδιον: τό, υποκορ. του θυεία, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

θυείδιον, ου, τό, [Dim. of θυεία, Ar.]