καινολογία: Difference between revisions

From LSJ

εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />langage nouveau, nouvelle manière de s'exprimer.<br />'''Étymologie:''' [[καινός]], [[λόγος]].
|btext=ας (ἡ) :<br />langage nouveau, nouvelle manière de s'exprimer.<br />'''Étymologie:''' [[καινός]], [[λόγος]].
}}
{{elru
|elrutext='''καινολογία:''' ἡ [[новый язык]], [[небывалый оборот речи]] Polyb., Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καινολογία]], ἡ (Α) [[καινολόγος]]<br />[[καινούργιος]] [[λεκτικός]] [[τρόπος]], ασυνήθιστο λεκτικό, παράδοξη [[φρασεολογία]].
|mltxt=[[καινολογία]], ἡ (Α) [[καινολόγος]]<br />[[καινούργιος]] [[λεκτικός]] [[τρόπος]], ασυνήθιστο λεκτικό, παράδοξη [[φρασεολογία]].
}}
{{elru
|elrutext='''καινολογία:''' ἡ [[новый язык]], [[небывалый оборот речи]] Polyb., Plut.
}}
}}

Revision as of 13:35, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καινολογία Medium diacritics: καινολογία Low diacritics: καινολογία Capitals: ΚΑΙΝΟΛΟΓΙΑ
Transliteration A: kainología Transliteration B: kainologia Transliteration C: kainologia Beta Code: kainologi/a

English (LSJ)

ἡ, strange language or phraseology, Plb.38.9.2, D.H.Lys.3; telling of strange tales, κ. τίς ἐστιν ὁ μῦθος Str.1.2.8.

German (Pape)

[Seite 1294] ἡ, neue, ungewöhnliche Sprache oder Redensart, Pol. 38, 1 D. Hal. de Lys. 3, vgl. Plut. adv. St. 20.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
langage nouveau, nouvelle manière de s'exprimer.
Étymologie: καινός, λόγος.

Russian (Dvoretsky)

καινολογία:новый язык, небывалый оборот речи Polyb., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

καινολογία: ἡ, καινὸς τρόπος τοῦ λέγειν, ἀσυνήθης, παράδοξος φρασιολογία, Πολύβ. 38. 1, 1, Διον. Ἁλ. π. Λυσ. σ. 458· ― καινολόγος, ον, μεταχειριζόμενος νέας φράσεις, Εὐστ. 1801. 27.

Greek Monolingual

καινολογία, ἡ (Α) καινολόγος
καινούργιος λεκτικός τρόπος, ασυνήθιστο λεκτικό, παράδοξη φρασεολογία.