κακόχυμος: Difference between revisions

From LSJ

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1305.png Seite 1305]] von schlechten Säften, auch schlechte Säfte erzeugend, von Nahrungsmitteln, wie [[κακόχυλος]], Ath. I, 24 f III, 80 e; S. Emp. pyrrh. 1, 52.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1305.png Seite 1305]] von schlechten Säften, auch schlechte Säfte erzeugend, von Nahrungsmitteln, wie [[κακόχυλος]], Ath. I, 24 f III, 80 e; S. Emp. pyrrh. 1, 52.
}}
{{elru
|elrutext='''κᾰκόχῡμος:''' [[выделяющий дурные соки]] (Arst. - [[varia lectio|v.l.]] [[κατακώχιμος]]): κακόχυμα ἢ πικρά Sext. отвратительная или горькая пища.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[κακόχυμος]], -ον)<br />(<b>για πρόσ.</b>) αυτός που πάσχει από [[κακοχυμία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για πρόσ. ή τροφές) αυτός που έχει κακούς, νοσηρούς χυμούς<br /><b>2.</b> (για τροφές) α) [[ανθυγιεινός]]<br />β) αυτός που έχει κακή [[γεύση]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ κακόχυμον</i><br />η [[κακοχυμία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>χυμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χυμός]]), [[πρβλ]]. [[γλυκύχυμος]], [[παχύχυμος]]].
|mltxt=-η, -ο (AM [[κακόχυμος]], -ον)<br />(<b>για πρόσ.</b>) αυτός που πάσχει από [[κακοχυμία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για πρόσ. ή τροφές) αυτός που έχει κακούς, νοσηρούς χυμούς<br /><b>2.</b> (για τροφές) α) [[ανθυγιεινός]]<br />β) αυτός που έχει κακή [[γεύση]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ κακόχυμον</i><br />η [[κακοχυμία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>χυμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χυμός]]), [[πρβλ]]. [[γλυκύχυμος]], [[παχύχυμος]]].
}}
{{elru
|elrutext='''κᾰκόχῡμος:''' [[выделяющий дурные соки]] (Arst. - [[varia lectio|v.l.]] [[κατακώχιμος]]): κακόχυμα ἢ πικρά Sext. отвратительная или горькая пища.
}}
}}

Revision as of 13:35, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κακόχῡμος Medium diacritics: κακόχυμος Low diacritics: κακόχυμος Capitals: ΚΑΚΟΧΥΜΟΣ
Transliteration A: kakóchymos Transliteration B: kakochymos Transliteration C: kakochymos Beta Code: kako/xumos

English (LSJ)

A with unhealthy juices, Arist.Pr.954a10, Ath.1.24f (Sup.), Hices.ib.7.309b, Dsc.2.88; τὸ κ. Alex.Aphr. Pr.2.10. 2 unwholesome, of foods, Gal.6.641. 3 having an unpleasant taste, S.E.P.1.52.

German (Pape)

[Seite 1305] von schlechten Säften, auch schlechte Säfte erzeugend, von Nahrungsmitteln, wie κακόχυλος, Ath. I, 24 f III, 80 e; S. Emp. pyrrh. 1, 52.

Russian (Dvoretsky)

κᾰκόχῡμος: выделяющий дурные соки (Arst. - v.l. κατακώχιμος): κακόχυμα ἢ πικρά Sext. отвратительная или горькая пища.

Greek (Liddell-Scott)

κακόχῡμος: ἔχων κακούς, νοσηροὺς χυμούς, πλήρης χυμῶν, Ἀριστ. Προβλ. 30. 1, 15, Ἀθήν. 24F, Ἱκέσιος αὐτόθι 309Β.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM κακόχυμος, -ον)
(για πρόσ.) αυτός που πάσχει από κακοχυμία
αρχ.
1. (για πρόσ. ή τροφές) αυτός που έχει κακούς, νοσηρούς χυμούς
2. (για τροφές) α) ανθυγιεινός
β) αυτός που έχει κακή γεύση
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ κακόχυμον
η κακοχυμία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -χυμος (< χυμός), πρβλ. γλυκύχυμος, παχύχυμος].