κασιγνήτη: Difference between revisions

From LSJ

ἀδικία ἕξις ὑπεροπτικὴ νόμων → injustice: the state of despising the laws

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />sœur.<br />'''Étymologie:''' [[κασίγνητος]].
|btext=ης (ἡ) :<br />sœur.<br />'''Étymologie:''' [[κασίγνητος]].
}}
{{elru
|elrutext='''κᾰσιγνήτη:''' ἡ [[сестра]] Anth., Hom.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κᾰσιγνήτη:''' ἡ, θηλ. του [[κασίγνητος]], [[αδερφή]], σε Όμηρ. κ.λπ.
|lsmtext='''κᾰσιγνήτη:''' ἡ, θηλ. του [[κασίγνητος]], [[αδερφή]], σε Όμηρ. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''κᾰσιγνήτη:''' ἡ [[сестра]] Anth., Hom.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κᾰσιγνήτη, ἡ, [fem. of [[κασίγνητος]]<br />a [[sister]], Hom., etc.
|mdlsjtxt=κᾰσιγνήτη, ἡ, [fem. of [[κασίγνητος]]<br />a [[sister]], Hom., etc.
}}
}}

Revision as of 13:35, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰσιγνήτη Medium diacritics: κασιγνήτη Low diacritics: κασιγνήτη Capitals: ΚΑΣΙΓΝΗΤΗ
Transliteration A: kasignḗtē Transliteration B: kasignētē Transliteration C: kasigniti Beta Code: kasignh/th

English (LSJ)

ἡ, fem. of κασίγνητος, sister, Il.4.441, etc.; dual -τα A.Pers.185: metaph., συκῆ ἀμπέλου κ. Hippon.34, cf. 70A; λάγυνε,… κ. νεκταρέης κύλικος AP6.248 (Marc. Arg.):—Cypr. κασινήτα Gött.Nachr. 1914.95, and καἱνίτα (q.v.): Aeol. κασιγνήτα Sapph. Supp.1.9 (prob.).

German (Pape)

[Seite 1333] ἡ, die (leibliche) Schwester, Hom. u. Folgde. – Übertr. sagt Hipponax bei Ath. III, 78 c συκῆ μέλαινα ἀμπέλου κασ. u. M. Argent. 21 (VI, 248) Λάγυνε, κασιγνήτη νεκταρέης κύλικος.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
sœur.
Étymologie: κασίγνητος.

Russian (Dvoretsky)

κᾰσιγνήτη:сестра Anth., Hom.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰσιγνήτη: ἡ, θηλ. τοῦ κασίγνητος, ἀδελφή, Ὁμ. Ἰλ. Π. 432, κλ.· μεταφ., ὡς τὸ κάσις, συκῆν μέλαιναν, ἀμπέλου κασιγνήτην Ἱππῶναξ παρ’ Ἀθην. 78C, κλ.· λάγυνε,… κασιγνήτη νεκταρέης κύλικος Ἀνθ. Π. 6. 248.

English (Autenrieth)

(κάσις, γίγνομαι): sister (of the same mother).

Greek Monolingual

κασιγνήτη, ἡ (Α)
βλ. κασίγνητος.

Greek Monotonic

κᾰσιγνήτη: ἡ, θηλ. του κασίγνητος, αδερφή, σε Όμηρ. κ.λπ.

Middle Liddell

κᾰσιγνήτη, ἡ, [fem. of κασίγνητος
a sister, Hom., etc.