θυρσοφόρος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui porte un thyrse.<br />'''Étymologie:''' [[θύρσος]], [[φέρω]].
|btext=ος, ον :<br />qui porte un thyrse.<br />'''Étymologie:''' [[θύρσος]], [[φέρω]].
}}
{{elru
|elrutext='''θυρσοφόρος:''' [[несущий тирс]], [[тирсоносный]] (Βάκχαι Eur.; [[Διόνυσος]] Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''θυρσοφόρος:''' -ον ([[φέρω]]), αυτός που κουβαλά, μεταφέρει θύρσο, σε Ευρ., Ανθ. Π.
|lsmtext='''θυρσοφόρος:''' -ον ([[φέρω]]), αυτός που κουβαλά, μεταφέρει θύρσο, σε Ευρ., Ανθ. Π.
}}
{{elru
|elrutext='''θυρσοφόρος:''' [[несущий тирс]], [[тирсоносный]] (Βάκχαι Eur.; [[Διόνυσος]] Anth.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=θυρσο-[[φόρος]], ον [[φέρω]]<br />[[thyrsus]]-[[bearing]], Eur., Anth.
|mdlsjtxt=θυρσο-[[φόρος]], ον [[φέρω]]<br />[[thyrsus]]-[[bearing]], Eur., Anth.
}}
}}

Revision as of 13:40, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θυρσοφόρος Medium diacritics: θυρσοφόρος Low diacritics: θυρσοφόρος Capitals: ΘΥΡΣΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: thyrsophóros Transliteration B: thyrsophoros Transliteration C: thyrsoforos Beta Code: qursofo/ros

English (LSJ)

ον, thyrsus-bearing, Βάκχαι E.Cyc.64 (lyr.), cf.AP9.524.9.

German (Pape)

[Seite 1228] den Thyrsus tragend; Βάκχαι Eur. Cycl. 64; Dionysus Anth. (IX, 524, 8); Orph. H. 43, 3.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui porte un thyrse.
Étymologie: θύρσος, φέρω.

Russian (Dvoretsky)

θυρσοφόρος: несущий тирс, тирсоносный (Βάκχαι Eur.; Διόνυσος Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

θυρσοφόρος: -ον, ὁ φέρων θύρσον, Βάκχαι Εὐρ. Κύκλ. 64, Ἀνθ. Π. 9. 524.

Greek Monolingual

θυρσοφόρος, -ον (Α)
αυτός που κρατά θύρσο («Βάκχαι τε θυρσοφόροι», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύρσος + -φόρος (< φέρω), πρβλ. σημαιοφόρος, τροπαιοφόρος.

Greek Monotonic

θυρσοφόρος: -ον (φέρω), αυτός που κουβαλά, μεταφέρει θύρσο, σε Ευρ., Ανθ. Π.

Middle Liddell

θυρσο-φόρος, ον φέρω
thyrsus-bearing, Eur., Anth.