κονδυλίζω: Difference between revisions

From LSJ

φύγεν ἄσμενος ἐκ θανάτοιο → he was glad to have escaped death

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=donner un coup de poing sur le visage.<br />'''Étymologie:''' [[κόνδυλος]].
|btext=donner un coup de poing sur le visage.<br />'''Étymologie:''' [[κόνδυλος]].
}}
{{elru
|elrutext='''κονδῠλίζω:''' [[бить кулаками]] (κονδυλίζεσθαι καὶ παρατίλλεσθαι Diog. L.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κονδυλίζω]] (ΑM) [[κόνδυλος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[σκοντάφτω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ραπίζω]], [[χτυπώ]] κάποιον με τη [[γροθιά]] μου<br /><b>2.</b> φέρομαι βάναυσα, [[κακοποιώ]] κάποιον («καὶ προσάξω πρὸς ὑμᾱς ἐν κρίσει... τοὺς κονδυλίζοντας ὀρφανούς», ΠΔ).
|mltxt=[[κονδυλίζω]] (ΑM) [[κόνδυλος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[σκοντάφτω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ραπίζω]], [[χτυπώ]] κάποιον με τη [[γροθιά]] μου<br /><b>2.</b> φέρομαι βάναυσα, [[κακοποιώ]] κάποιον («καὶ προσάξω πρὸς ὑμᾱς ἐν κρίσει... τοὺς κονδυλίζοντας ὀρφανούς», ΠΔ).
}}
{{elru
|elrutext='''κονδῠλίζω:''' [[бить кулаками]] (κονδυλίζεσθαι καὶ παρατίλλεσθαι Diog. L.).
}}
}}

Revision as of 13:46, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κονδῠλίζω Medium diacritics: κονδυλίζω Low diacritics: κονδυλίζω Capitals: ΚΟΝΔΥΛΙΖΩ
Transliteration A: kondylízō Transliteration B: kondylizō Transliteration C: kondylizo Beta Code: konduli/zw

English (LSJ)

(κόνδυλος) strike with the fist, Hyp.Fr.98 (Act. and Pass.), Aristid.2.95 J.: metaph., maltreat, oppress, ὀρφανούς LXX Ma.3.5; εἰς κεφαλὰς πτωχῶν ib.Am.2.7; also αὑτὴν εἰς ἀνάμνησιν κ. Lib.Decl.26.20:—Pass., ὑπὸ συνηθείας ἀεὶ κεκονδυλισμένος inured to buffetings, Longin.44.4, cf. D.L.2.21.

German (Pape)

[Seite 1480] mit der Faust schlagen, bes. ohrfeigen, τινά, VLL.; Sp.; auch pass., Aristoz. bei D. L. 2, 21.

French (Bailly abrégé)

donner un coup de poing sur le visage.
Étymologie: κόνδυλος.

Russian (Dvoretsky)

κονδῠλίζω: бить кулаками (κονδυλίζεσθαι καὶ παρατίλλεσθαι Diog. L.).

Greek (Liddell-Scott)

κονδῠλίζω: μέλλ. -ίσω, (κόνδυλος) κτυπῶ διὰ τῆς πυγμῆς (διὰ τοῦ γρόνθου) Ὑπερείδ. παρὰ Πολυδ. Θ΄, 76. ― Παθ., ὑπὸ συνηθείας Λογγῖν. 44· βιαιότερον... διαλεγόμενον κονδυλίζεσθαι Διογ. Λ. 2. 21.

Greek Monolingual

κονδυλίζω (ΑM) κόνδυλος
μσν.
σκοντάφτω
αρχ.
1. ραπίζω, χτυπώ κάποιον με τη γροθιά μου
2. φέρομαι βάναυσα, κακοποιώ κάποιον («καὶ προσάξω πρὸς ὑμᾱς ἐν κρίσει... τοὺς κονδυλίζοντας ὀρφανούς», ΠΔ).