λίγα: Difference between revisions

From LSJ

Ἀδώνι' ἄγομεν καὶ τὸν Ἄδωνιν κλᾴομεν → We conduct the rites of Adonis, we weep for Adonis (Pherecrates, fr. 170)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br /><i>c.</i> [[λιγέως]].
|btext=<i>adv.</i><br /><i>c.</i> [[λιγέως]].
}}
{{elru
|elrutext='''λίγᾰ:''' (ῐ) adv. Hom. = [[λιγέως]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λίγᾰ:''' [ῐ], επίρρ. του [[λιγύς]], με δυνατή και καθαρή [[φωνή]], σε Όμηρ.
|lsmtext='''λίγᾰ:''' [ῐ], επίρρ. του [[λιγύς]], με δυνατή και καθαρή [[φωνή]], σε Όμηρ.
}}
{{elru
|elrutext='''λίγᾰ:''' (ῐ) adv. Hom. = [[λιγέως]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[adverb of [[λιγύς]]<br />in [[loud]] [[clear]] [[tone]], Hom.
|mdlsjtxt=[adverb of [[λιγύς]]<br />in [[loud]] [[clear]] [[tone]], Hom.
}}
}}

Revision as of 13:49, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λίγᾰ Medium diacritics: λίγα Low diacritics: λίγα Capitals: ΛΙΓΑ
Transliteration A: líga Transliteration B: liga Transliteration C: liga Beta Code: li/ga

English (LSJ)

[ῐ], Adv. of λῐγύς (cf. τάχα, ὦκα, etc.), in loud, clear tone, ἀμφ' αὐτῷ χυμένη λίγ' ἐκώκυε Il.19.284, cf. Od.8.527; λίγ' ἄειδεν in clear, sweet tone, 10.254, cf. Alcm.59, Thgn.939; ζεφύρου λ. κινυμένοιο A.R. 4.837.

German (Pape)

[Seite 43] adv. zu λιγύς (wie ὦκα zu ὠκύς), helltönend, laut; κωκύειν, Od. 8, 527 Il. 19, 284; ἀείδω, Od. 10, 254; sp. D., Ζεφύρου λίγα κινυμένοιο Ap. Rh. 4, 837.

French (Bailly abrégé)

adv.
c. λιγέως.

Russian (Dvoretsky)

λίγᾰ: (ῐ) adv. Hom. = λιγέως.

Greek (Liddell-Scott)

λίγᾰ: [ῐ], Ἐπίρρ. τοῦ λιγύς, (πρβλ. σάφα, τάχα, ὦκα), λιγέως, μετὰ μεγάλης καὶ ἠχηρᾶς φωνῆς, ἀμφ’ αὐτῷ χυμένη λίγα κώκυε, «ἐθρήνει ὀξέως» (Σχολ.), Ἰλ. Τ. 284, πρβλ. Ὀδ. Θ. 527· λίγ’ ἄειδεν, μὲ φωνὴν καθαράν, ἠχηρὰν καὶ γλυκεῖαν, Κ. 254, πρβλ. Ἀλκμᾶνα 59· ζεφύρου λ. κινυμένοιο Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 837., Ἡσύχ.

English (Autenrieth)

(λιγύς): adv., clear, loudly, ἀείδειν, κωκύειν.

Greek Monolingual

λίγα (Α)
επίρρ. βλ. λιγύς.

Greek Monotonic

λίγᾰ: [ῐ], επίρρ. του λιγύς, με δυνατή και καθαρή φωνή, σε Όμηρ.

Middle Liddell

[adverb of λιγύς
in loud clear tone, Hom.