κυανοβλέφαρος: Difference between revisions

From LSJ

μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />aux paupières garnies de cils noirs ; <i>pê</i> aux yeux noirs.<br />'''Étymologie:''' [[κύανος]], [[βλέφαρον]].
|btext=ος, ον :<br />aux paupières garnies de cils noirs ; <i>pê</i> aux yeux noirs.<br />'''Étymologie:''' [[κύανος]], [[βλέφαρον]].
}}
{{elru
|elrutext='''κῠᾰνοβλέφᾰρος:''' [[с черными ресницами или черноглазый]] Anth.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κυᾰνοβλέφᾰρος:''' -ον ([[βλέφαρον]]), αυτός που έχει σκοτεινό [[βλέμμα]], σε Ανθ.
|lsmtext='''κυᾰνοβλέφᾰρος:''' -ον ([[βλέφαρον]]), αυτός που έχει σκοτεινό [[βλέμμα]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''κῠᾰνοβλέφᾰρος:''' [[с черными ресницами или черноглазый]] Anth.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[βλέφαρον]]<br />[[dark]]-eyed, Anth.
|mdlsjtxt=[[βλέφαρον]]<br />[[dark]]-eyed, Anth.
}}
}}

Revision as of 13:50, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠᾰνοβλέφᾰρος Medium diacritics: κυανοβλέφαρος Low diacritics: κυανοβλέφαρος Capitals: ΚΥΑΝΟΒΛΕΦΑΡΟΣ
Transliteration A: kyanoblépharos Transliteration B: kyanoblepharos Transliteration C: kyanovlefaros Beta Code: kuanoble/faros

English (LSJ)

ον, dark-eyed, AP5.60 (Rufin.).

German (Pape)

[Seite 1521] mit schwarzen Augenwimpern, schwarzäugig, Rufin. 7 (V, 61).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux paupières garnies de cils noirs ; aux yeux noirs.
Étymologie: κύανος, βλέφαρον.

Russian (Dvoretsky)

κῠᾰνοβλέφᾰρος: с черными ресницами или черноглазый Anth.

Greek (Liddell-Scott)

κυᾰνοβλέφᾰρος: -ον, ἔχων μελαίνας βλεφαρίδας, κοινῶς «μαυρομμάτης», Ἀνθ. Π. 5. 61.

Greek Monolingual

κυανοβλέφαρος, -ον (Α)
αυτός που έχει σκούρες βλεφαρίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύανος + -βλέφαρος (< βλέφαρον), πρβλ. ελικοβλέφαρος, χαριτοβλέφαρος].

Greek Monotonic

κυᾰνοβλέφᾰρος: -ον (βλέφαρον), αυτός που έχει σκοτεινό βλέμμα, σε Ανθ.

Middle Liddell

βλέφαρον
dark-eyed, Anth.