λινοθήρας: Difference between revisions
ὁ Σιμωνίδης τὴν μὲν ζωγραφίαν ποίησιν σιωπῶσαν προσαγορεύει, τὴν δὲ ποίησιν ζωγραφίαν λαλοῦσαν → Simonides relates that a picture is a silent poem, and a poem a speaking picture | Simonides, however, calls painting inarticulate poetry and poetry articulate painting
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (ὁ) :<br />chasseur au filet.<br />'''Étymologie:''' [[λίνον]], [[θηράω]]. | |btext=ου (ὁ) :<br />chasseur au filet.<br />'''Étymologie:''' [[λίνον]], [[θηράω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''λῐνοθήρᾱς:''' ου ὁ охотящийся с сетями, зверолов Anth. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''λῐνοθήρας:''' -ου, ὁ ([[θηράω]]), αυτός που χρησιμοποιεί δίχτυα, παγίδες για θηράματα, σε Ανθ. | |lsmtext='''λῐνοθήρας:''' -ου, ὁ ([[θηράω]]), αυτός που χρησιμοποιεί δίχτυα, παγίδες για θηράματα, σε Ανθ. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:00, 3 October 2022
English (LSJ)
ου, ὁ, one who uses nets or snares, AP7.172tit.
German (Pape)
[Seite 49] ὁ, der Jäger mit den Netzen od. Garnen, in der Überschrift des Epigr. Ant. Sid. 105 (VII, 172).
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
chasseur au filet.
Étymologie: λίνον, θηράω.
Russian (Dvoretsky)
λῐνοθήρᾱς: ου ὁ охотящийся с сетями, зверолов Anth.
Greek (Liddell-Scott)
λῐνοθήρας: -ου, ὁ, ὁ θηρεύων διὰ θηρευτικῶν δικτύων, Ἀνθ. Π. 7. 172.
Greek Monolingual
λινοθήρας, ὁ (Α)
αυτός που κυνηγά με λινά δίχτια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + -θήρας (< θήρα «κυνήγι»), πρβλ. ορνιθοθήρας, χρυσοθήρας].
Greek Monotonic
λῐνοθήρας: -ου, ὁ (θηράω), αυτός που χρησιμοποιεί δίχτυα, παγίδες για θηράματα, σε Ανθ.