λογχήρης: Difference between revisions

From LSJ

Παρθένε, ἐν ἀκροπόλει Τελεσῖνος ἄγαλμ' ἀνέθηκεν, Κήττιος, ᾧ χαίρουσα, διδοίης ἄλλο ἀναθεῖναι → O Virgin goddess, Telesinos from the deme of Kettos has set up a statue on the Acropolis. If you are pleased with it, please grant that he set up another

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης, ες:<br />armé d'une lance.<br />'''Étymologie:''' [[λόγχη]], ἄρω.
|btext=ης, ες:<br />armé d'une lance.<br />'''Étymologie:''' [[λόγχη]], ἄρω.
}}
{{elru
|elrutext='''λογχήρης:''' [[вооруженный копьем]] ([[ἀσπιστής]] Eur.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λογχήρης:''' -ες (ἄρω), οπλισμένος με [[λόγχη]], [[δορυφόρος]], σε Ευρ.
|lsmtext='''λογχήρης:''' -ες (ἄρω), οπλισμένος με [[λόγχη]], [[δορυφόρος]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''λογχήρης:''' [[вооруженный копьем]] ([[ἀσπιστής]] Eur.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=λογχ-[[ήρης]], ες [*ἄρω]<br />[[armed]] with a [[spear]], Eur.
|mdlsjtxt=λογχ-[[ήρης]], ες [*ἄρω]<br />[[armed]] with a [[spear]], Eur.
}}
}}

Revision as of 14:00, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λογχήρης Medium diacritics: λογχήρης Low diacritics: λογχήρης Capitals: ΛΟΓΧΗΡΗΣ
Transliteration A: lonchḗrēs Transliteration B: lonchērēs Transliteration C: logchiris Beta Code: logxh/rhs

English (LSJ)

ες, armed with a spear, λ. ἀσπισταί with spear and shield, E.IA1067 (lyr.).

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
armé d'une lance.
Étymologie: λόγχη, ἄρω.

Russian (Dvoretsky)

λογχήρης: вооруженный копьем (ἀσπιστής Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

λογχήρης: -ες, ὡπλισμένος διὰ λόγχης, λ. ἀσπιστής, ἔχω λόγχην καὶ ἀσπίδα, Εὐρ. Ι. Α. 1067.

Greek Monolingual

-ες (AM λογχήρης, -ες)
οπλισμένος με λόγχη, λογχοφόρος («ἤξει χθόνα λογχήρεσι... ἀσπισταῑς», Ευρ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. < λόγχη + επίθ. -ήρης (I) (< ἀραρίσκω «συνδέω»), πρβλ. ξιφήρης.

Greek Monotonic

λογχήρης: -ες (ἄρω), οπλισμένος με λόγχη, δορυφόρος, σε Ευρ.

Middle Liddell

λογχ-ήρης, ες [*ἄρω]
armed with a spear, Eur.