λυμαντήριος: Difference between revisions
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=α, ον :<br />nuisible, funeste à <i>ou</i> pour, gén..<br />'''Étymologie:''' [[λυμαντήρ]]. | |btext=α, ον :<br />nuisible, funeste à <i>ou</i> pour, gén..<br />'''Étymologie:''' [[λυμαντήρ]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''λῡμαντήριος:''' <b class="num">II</b> ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[разрушитель]], [[погубитель]] ([[τῶνδε]] οἴκων Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> [[осквернитель]], [[совратитель]] (τῆς γυναικός Aesch.).<br />оскорбительный, позорящий, позорный ([[δεσμά]] Aesch.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''λῡμαντήριος:''' -α, -ον, [[βλαπτικός]], [[καταστρεπτικός]], σε Αισχύλ.· με γεν., αυτός που καταστρέφει, αφανίζει, στον ίδ. | |lsmtext='''λῡμαντήριος:''' -α, -ον, [[βλαπτικός]], [[καταστρεπτικός]], σε Αισχύλ.· με γεν., αυτός που καταστρέφει, αφανίζει, στον ίδ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 14:00, 3 October 2022
English (LSJ)
α, ον, injurious, destructive, δεσμά A.Pr.991: c. gen., destroying, ruining, γυναικὸς τῆσδε Id.Ag.1438; τῶνδε οἴκων Id.Ch.764.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
nuisible, funeste à ou pour, gén..
Étymologie: λυμαντήρ.
Russian (Dvoretsky)
λῡμαντήριος: II ὁ
1) разрушитель, погубитель (τῶνδε οἴκων Aesch.);
2) осквернитель, совратитель (τῆς γυναικός Aesch.).
оскорбительный, позорящий, позорный (δεσμά Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
λῡμαντήριος: -α, -ον, βλαπτικός, καταστρεπτικός, δεσμὰ λυμαντήρια Αἰσχύλ. Πρ. 991· μετὰ γεν., καταστρέφων, ἀφανίζων, γυναικὸς τῆσδε λυμαντήριος ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 1438· τῶνδε οἴκων ὁ αὐτ. ἐν Χο. 764· - οὕτω λῡμαντής, οῦ, ὁ, γάμος λ. βίου Σοφ. Τρ. 793, - καὶ λῡμαντικός, ή, όν, Ἐπικτ. Ἀποσπ. 20 μετὰ γεν., Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 7, 20.
Greek Monolingual
λυμαντήριος, -ία, -ον (Α) λυμαντήρ
ολέθριος, βλαπτικός, φθοροποιός, καταστρεπτικός («ἄνδρα τῶνδε λυμαντήριον οἴκων», Αισχύλ.).
Greek Monotonic
λῡμαντήριος: -α, -ον, βλαπτικός, καταστρεπτικός, σε Αισχύλ.· με γεν., αυτός που καταστρέφει, αφανίζει, στον ίδ.
Middle Liddell
injurious, destructive, Aesch.: c. gen. destroying, ruining, Aesch.