λωτόεις: Difference between revisions
ὁ ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=όεσσα, όεν;<br />couvert de fleurs de lotus.<br />'''Étymologie:''' [[λωτός]]. | |btext=όεσσα, όεν;<br />couvert de fleurs de lotus.<br />'''Étymologie:''' [[λωτός]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''λωτόεις:''' όεσσα, όεν (только nom.-acc. pl. n [[λωτεῦντα]]) поросший лотосами, покрытый цветами лотоса (πεδία Hom.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''λωτόεις:''' -εσσα, -εν, [[κατάφυτος]] με λωτούς, [[πεδία]] [[λωτεῦντα]] (Ιων. αντί <i>λωτόεντα</i>), πεδιάδες γεμάτες λωτούς, σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''λωτόεις:''' -εσσα, -εν, [[κατάφυτος]] με λωτούς, [[πεδία]] [[λωτεῦντα]] (Ιων. αντί <i>λωτόεντα</i>), πεδιάδες γεμάτες λωτούς, σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[λωτόεις]], εσσα, εν<br />[[overgrown]] with [[lotus]], πεδία [[λωτεῦντα]] (ionic for -όεντἀ [[lotus]]-plains, Il. | |mdlsjtxt=[[λωτόεις]], εσσα, εν<br />[[overgrown]] with [[lotus]], πεδία [[λωτεῦντα]] (ionic for -όεντἀ [[lotus]]-plains, Il. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:24, 3 October 2022
English (LSJ)
εσσα, εν, overgrown with lotus, πεδία λωτοῦντα (v.l. -εῦντα) lotus-plains, Il.12.283; or. blooming (λωτέω ΙΙ).
French (Bailly abrégé)
όεσσα, όεν;
couvert de fleurs de lotus.
Étymologie: λωτός.
Russian (Dvoretsky)
λωτόεις: όεσσα, όεν (только nom.-acc. pl. n λωτεῦντα) поросший лотосами, покрытый цветами лотоса (πεδία Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
λωτόεις: εσσα, εν, κατάφυτος ἐκ λωτοῦ, πεδία λωτεῦντα (ἢ -οῦντα), πεδιάδες πλήρεις λωτοῦ, Ἰλ. Μ. 283. Ἕτεροι ἑρμηνεύουσι διὰ τοῦ θαλερός, εὐανθὴς (πρβλ. λωτέω, ΙΙ).
Greek Monolingual
λωτόεις, -εσσα, -εν (Α)
κατάφυτος από λωτούς («πεδία λωτοῦντα» — πεδιάδες κατάφυτες από λωτούς ή, κατ' άλλους, θαλερές πεδιάδες, Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λωτός + κατάλ. -όεις, (πρβλ. αστερόεις, κρινόεις)].
Greek Monotonic
λωτόεις: -εσσα, -εν, κατάφυτος με λωτούς, πεδία λωτεῦντα (Ιων. αντί λωτόεντα), πεδιάδες γεμάτες λωτούς, σε Ομήρ. Ιλ.
Middle Liddell
λωτόεις, εσσα, εν
overgrown with lotus, πεδία λωτεῦντα (ionic for -όεντἀ lotus-plains, Il.