μαρμαρωπός: Difference between revisions

From LSJ

ἅλμην πιόντες ἐξαπῆλθον τοῦ βίου → they drank seawater and departed from life

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />dont le regard <i>ou</i> l'aspect pétrifie.<br />'''Étymologie:''' [[μάρμαρος]], [[ὤψ]].
|btext=ος, ον :<br />dont le regard <i>ou</i> l'aspect pétrifie.<br />'''Étymologie:''' [[μάρμαρος]], [[ὤψ]].
}}
{{elru
|elrutext='''μαρμᾱρωπός:''' [[с горящими глазами]], [[со сверкающим взором]] ([[λύσσα]] Eur.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μαρμᾰρωπός:''' -όν (ὤψ), αυτός που έχει σπινθηροβόλα μάτια, σε Ευρ.
|lsmtext='''μαρμᾰρωπός:''' -όν (ὤψ), αυτός που έχει σπινθηροβόλα μάτια, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''μαρμᾱρωπός:''' [[с горящими глазами]], [[со сверкающим взором]] ([[λύσσα]] Eur.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=μαρμᾰρ-ωπός, όν [ὤψ]<br />with [[sparkling]] eyes, Eur.
|mdlsjtxt=μαρμᾰρ-ωπός, όν [ὤψ]<br />with [[sparkling]] eyes, Eur.
}}
}}

Revision as of 14:25, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαρμᾰρωπός Medium diacritics: μαρμαρωπός Low diacritics: μαρμαρωπός Capitals: ΜΑΡΜΑΡΩΠΟΣ
Transliteration A: marmarōpós Transliteration B: marmarōpos Transliteration C: marmaropos Beta Code: marmarwpo/s

English (LSJ)

όν, with sparkling eyes, Λύσσα E.HF884 (lyr.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
dont le regard ou l'aspect pétrifie.
Étymologie: μάρμαρος, ὤψ.

Russian (Dvoretsky)

μαρμᾱρωπός: с горящими глазами, со сверкающим взором (λύσσα Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

μαρμᾰρωπός: -όν, ἔχων μαρμαίροντας, ἀκτινοβολοῦντας ὀφθαλμούς, Λύσσα Εὐρ. Ἡρακλ. Μαιν. 883.

Greek Monolingual

μαρμαρωπός, -ή, -όν (Α)
αυτός που έχει ακτινοβόλα, λαμπερά μάτια («Λύσσα μαρμαρωπός», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάρμαρος + -ωπός (ὤψ, ὠπός «μάτι, όψη»), πρβλ. αρρεν-ωπός σκυθρ-ωπός].

Greek Monotonic

μαρμᾰρωπός: -όν (ὤψ), αυτός που έχει σπινθηροβόλα μάτια, σε Ευρ.

Middle Liddell

μαρμᾰρ-ωπός, όν [ὤψ]
with sparkling eyes, Eur.