Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μεμηχανημένως: Difference between revisions

From LSJ

Δίκαιος εἶναι μᾶλλον ἢ χρηστὸς θέλε → Benignus esse quaere, sed iustus magis → Gerecht zu sein sei mehr dein Wunsch als gutgesinnt

Menander, Monostichoi, 114
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />avec fourberie.<br />'''Étymologie:''' μεμηχανημένος, part. pf. de μηχανάομαι.
|btext=<i>adv.</i><br />avec fourberie.<br />'''Étymologie:''' μεμηχανημένος, part. pf. de μηχανάομαι.
}}
{{elru
|elrutext='''μεμηχᾰνημένως:''' [[хитростью]], [[коварно]] Eur.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μεμηχᾰνημένως:''' επίρρ. από μτχ. παρακ. του [[μηχανάομαι]], με στρατηγικό [[τέχνασμα]], σε Ευρ.
|lsmtext='''μεμηχᾰνημένως:''' επίρρ. από μτχ. παρακ. του [[μηχανάομαι]], με στρατηγικό [[τέχνασμα]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''μεμηχᾰνημένως:''' [[хитростью]], [[коварно]] Eur.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 14:25, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεμηχᾰνημένως Medium diacritics: μεμηχανημένως Low diacritics: μεμηχανημένως Capitals: ΜΕΜΗΧΑΝΗΜΕΝΩΣ
Transliteration A: memēchanēménōs Transliteration B: memēchanēmenōs Transliteration C: memichanimenos Beta Code: memhxanhme/nws

English (LSJ)

Adv. (μηχανάομαι) by stratagem, E.Ion809.

German (Pape)

[Seite 129] listiger Weise, Eur. Ian 809.

French (Bailly abrégé)

adv.
avec fourberie.
Étymologie: μεμηχανημένος, part. pf. de μηχανάομαι.

Russian (Dvoretsky)

μεμηχᾰνημένως: хитростью, коварно Eur.

Greek (Liddell-Scott)

μεμηχᾰνημένως: Ἐπίρρ., (μηχανάομαι) διὰ στρατηγήματος, Εὐρ. Ἴων 809.

Greek Monolingual

μεμηχανημένως (Α)
επίρρ. με πανούργο τρόπο, δόλια («μεμηχανημένως ὑβριζόμεθα», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεμηχανημένος, μτχ. μέσ. παρακμ. του ρ. μηχανῶμαι].

Greek Monotonic

μεμηχᾰνημένως: επίρρ. από μτχ. παρακ. του μηχανάομαι, με στρατηγικό τέχνασμα, σε Ευρ.

Middle Liddell

[adverb perf. part. of μηχανάομαι
by stratagem, Eur.

English (Woodhouse)

(see also: μηχανάομαι) by treachery

⇢ Look it up on Google | Wiktionary | LSJ full text search