μεσεγγυάω: Difference between revisions

From LSJ

ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν ὑδρορρόαι δύο ῥέουσιν μέλανος → two streams of black run from the eyes

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />consigner un gage entre les mains d'un tiers;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[μεσεγγυάομαι]], [[μεσεγγυῶμαι]] se faire remettre un gage, exiger une garantie.<br />'''Étymologie:''' [[μέσος]], [[ἐγγύη]].
|btext=-ῶ :<br />consigner un gage entre les mains d'un tiers;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[μεσεγγυάομαι]], [[μεσεγγυῶμαι]] se faire remettre un gage, exiger une garantie.<br />'''Étymologie:''' [[μέσος]], [[ἐγγύη]].
}}
{{elru
|elrutext='''μεσεγγῠάω:''' [[давать]] (третьему лицу) в виде залога, вносить в депозит (τὸ μεσεγγυηθὲν [[θρέμμα]] Plat.): [[ἀργύριον]] μεσεγγυᾶσθαι Dem. (μεσεγγυοῦσθαι Isocr.) иметь деньги в депозите (у третьего лица); [[τρία]] τάλαντα μεσεγγυηθέντα τινί Lys. три таланта, внесенные в депозит на чье-л. имя, т. е. обещанные (при выполнении определенного условия).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μεσεγγῠάω:''' Παθ. μτχ. αόρ. αʹ <i>μεσ-εγγυηθείς</i>, [[καταθέτω]] [[κάτι]] ως [[ενέχυρο]] στα χέρια τρίτου προσώπου, σε Πλάτ. — Μέσ., μεσεγγυᾶσθαι [[ἀργύριον]], το να βρίσκονται τα χρήματα κάποιου κατατεθειμένα στα χέρια τρίτου, σε Δημ.
|lsmtext='''μεσεγγῠάω:''' Παθ. μτχ. αόρ. αʹ <i>μεσ-εγγυηθείς</i>, [[καταθέτω]] [[κάτι]] ως [[ενέχυρο]] στα χέρια τρίτου προσώπου, σε Πλάτ. — Μέσ., μεσεγγυᾶσθαι [[ἀργύριον]], το να βρίσκονται τα χρήματα κάποιου κατατεθειμένα στα χέρια τρίτου, σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''μεσεγγῠάω:''' [[давать]] (третьему лицу) в виде залога, вносить в депозит (τὸ μεσεγγυηθὲν [[θρέμμα]] Plat.): [[ἀργύριον]] μεσεγγυᾶσθαι Dem. (μεσεγγυοῦσθαι Isocr.) иметь деньги в депозите (у третьего лица); [[τρία]] τάλαντα μεσεγγυηθέντα τινί Lys. три таланта, внесенные в депозит на чье-л. имя, т. е. обещанные (при выполнении определенного условия).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=μεσ-εγγῠάω,<br />to [[deposit]] a [[pledge]] in the hands of a [[third]] [[party]], Plat.: —Mid., μεσεγγυᾶσθαι [[ἀργύριον]] to [[have]] one's [[money]] deposited in the hands of a [[third]] [[party]], Dem.
|mdlsjtxt=μεσ-εγγῠάω,<br />to [[deposit]] a [[pledge]] in the hands of a [[third]] [[party]], Plat.: —Mid., μεσεγγυᾶσθαι [[ἀργύριον]] to [[have]] one's [[money]] deposited in the hands of a [[third]] [[party]], Dem.
}}
}}

Revision as of 14:30, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεσεγγῠάω Medium diacritics: μεσεγγυάω Low diacritics: μεσεγγυάω Capitals: ΜΕΣΕΓΓΥΑΩ
Transliteration A: mesengyáō Transliteration B: mesengyaō Transliteration C: meseggyao Beta Code: meseggua/w

English (LSJ)

Act. only in aor. inf. μεσεγγυῆσαι Poll.8.28:—deposit a pledge in the hands of a third party, in Pass., τρία τάλαντα μεσεγγυηθέντα being so deposited, Lys.29.6:—Med., μεσεγγυήσασθαι ἀργύριον have one's money deposited in the hands of a third party, D. 39.3, cf. Antipho 6.50.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
consigner un gage entre les mains d'un tiers;
Moy. μεσεγγυάομαι, μεσεγγυῶμαι se faire remettre un gage, exiger une garantie.
Étymologie: μέσος, ἐγγύη.

Russian (Dvoretsky)

μεσεγγῠάω: давать (третьему лицу) в виде залога, вносить в депозит (τὸ μεσεγγυηθὲν θρέμμα Plat.): ἀργύριον μεσεγγυᾶσθαι Dem. (μεσεγγυοῦσθαι Isocr.) иметь деньги в депозите (у третьего лица); τρία τάλαντα μεσεγγυηθέντα τινί Lys. три таланта, внесенные в депозит на чье-л. имя, т. е. обещанные (при выполнении определенного условия).

Greek (Liddell-Scott)

μεσεγγῠάω: ἀόρ. ἀπαρ. μεσσεγγυῆσαι, Πολυδ. Η΄, 28. Κατατίθημι ὡς ἐγγύησιν εἰς χεῖρας μεσάζοντος ἢ τρίτου προσώπου, τρία τάλαντα μεσεγγυηθέντα, κατατεθέντα ὡς ἐγγύησις εἰς χεῖρας τρίτου, Λυσ. 182. 1· τὸ μεσεγγυηθὲν Πλάτ. Νόμ. 914D. - Μέσ., μεσεγγυᾶσθαι ἀργύριον, νὰ καταθέσῃ τις χρήματα εἰς χεῖρας τρίτου, Δημ 995. 21, πρβλ. Ἀντιφῶντα 147. 17· - ὁ Ἰσοκρ. 292Α ἔχει μεσεγγυοῦσθαι ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας.

Greek Monotonic

μεσεγγῠάω: Παθ. μτχ. αόρ. αʹ μεσ-εγγυηθείς, καταθέτω κάτι ως ενέχυρο στα χέρια τρίτου προσώπου, σε Πλάτ. — Μέσ., μεσεγγυᾶσθαι ἀργύριον, το να βρίσκονται τα χρήματα κάποιου κατατεθειμένα στα χέρια τρίτου, σε Δημ.

Middle Liddell

μεσ-εγγῠάω,
to deposit a pledge in the hands of a third party, Plat.: —Mid., μεσεγγυᾶσθαι ἀργύριον to have one's money deposited in the hands of a third party, Dem.