μελεοπαθής: Difference between revisions
From LSJ
Θησεύς τινʹ ἡμάρτηκεν ἐς σʹ ἁμαρτίαν; (Euripides, Hippolytus 319) → Hath Theseus wronged thee in any wise?
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ής, ές :<br />infortuné.<br />'''Étymologie:''' [[μέλεος]], [[πάθος]]. | |btext=ής, ές :<br />infortuné.<br />'''Étymologie:''' [[μέλεος]], [[πάθος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μελεοπᾰθής:''' [[терпящий беду]], [[страдающий]] Aesch. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μελεοπᾰθής:''' -ές ([[πάσχω]]), δυστυχισμένος από τις πολλές συμφορές, σε Αισχύλ. | |lsmtext='''μελεοπᾰθής:''' -ές ([[πάσχω]]), δυστυχισμένος από τις πολλές συμφορές, σε Αισχύλ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=μελεο-πᾰθής, ές [[πάσχω]]<br />[[sadly]] [[suffering]], Aesch. | |mdlsjtxt=μελεο-πᾰθής, ές [[πάσχω]]<br />[[sadly]] [[suffering]], Aesch. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:31, 3 October 2022
English (LSJ)
ές, having suffered wretchedly, A.Th.961 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 121] ές, Unglückliches erleidend, Aesch. Spt. 945.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
infortuné.
Étymologie: μέλεος, πάθος.
Russian (Dvoretsky)
μελεοπᾰθής: терпящий беду, страдающий Aesch.
Greek (Liddell-Scott)
μελεοπᾰθής: -ές, ὁ πολλὰ δυστηχήματα παθών, Αἰσχύλ. Θήβ. 964.
Greek Monolingual
μελεοπαθής, -ές (Α)
1. αυτός που έχει πολλές ατυχίες
2. συνεκδ. αυτός που από τις πολλές ατυχίες τις οποίες υφίσταται είναι δυστυχισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλεος «άθλιος, δυστυχής» + -παθής (< πάθος), πρβλ. ομοιο-παθής].
Greek Monotonic
μελεοπᾰθής: -ές (πάσχω), δυστυχισμένος από τις πολλές συμφορές, σε Αισχύλ.