μετεωροφέναξ: Difference between revisions

From LSJ

Ἔστιν τι κἀν κακοῖσιν ἡδονῆς μέτρον → Voluptas aliqua inest vel infortunio → Es wohnt im Leid auch ein begrenztes Maß an Lust

Menander, Monostichoi, 182
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ακος (ὁ) :<br />charlatan qui fait des dupes en discourant dans les nues.<br />'''Étymologie:''' [[μετέωρος]], [[φέναξ]].
|btext=ακος (ὁ) :<br />charlatan qui fait des dupes en discourant dans les nues.<br />'''Étymologie:''' [[μετέωρος]], [[φέναξ]].
}}
{{elru
|elrutext='''μετεωροφέναξ:''' ᾱκος ὁ звездочет-надуватель Arph.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μετεωροφέναξ:''' -ᾱκος, ὁ, αυτός που εξαπατά μέσω αστρολογικών σοφιστειών, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''μετεωροφέναξ:''' -ᾱκος, ὁ, αυτός που εξαπατά μέσω αστρολογικών σοφιστειών, σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''μετεωροφέναξ:''' ᾱκος ὁ звездочет-надуватель Arph.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=μετεωρο-[[φέναξ]], ᾱκος,<br />an astrological [[quack]], Ar.
|mdlsjtxt=μετεωρο-[[φέναξ]], ᾱκος,<br />an astrological [[quack]], Ar.
}}
}}

Revision as of 14:35, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετεωροφέναξ Medium diacritics: μετεωροφέναξ Low diacritics: μετεωροφέναξ Capitals: ΜΕΤΕΩΡΟΦΕΝΑΞ
Transliteration A: meteōrophénax Transliteration B: meteōrophenax Transliteration C: meteorofenaks Beta Code: metewrofe/nac

English (LSJ)

ᾱκος, ὁ, astronomical quack, Ar.Nu.333.

German (Pape)

[Seite 160] ακος, ὁ, Meteorwindbeutel, komisch nach μετεωρολόγος gebildet, der mit der Beobachtung der Himmelserscheinungen Betrügerei treibt, Ar. Nubb. 333.

French (Bailly abrégé)

ακος (ὁ) :
charlatan qui fait des dupes en discourant dans les nues.
Étymologie: μετέωρος, φέναξ.

Russian (Dvoretsky)

μετεωροφέναξ: ᾱκος ὁ звездочет-надуватель Arph.

Greek (Liddell-Scott)

μετεωροφέναξ: -ᾱκος, ὁ, ὁ φενακίζων ἐξαπατῶν διὰ τῆς ἀστρολογίας, Ἀριστοφ. Νεφ. 333.

Greek Monolingual

μετεωροφέναξ, -ακος, ό (Α)
αυτός που εξαπατά με τη σοφιστική μετεωρολογία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετέωρος + φέναξ, -ακος «απατηλός»].

Greek Monotonic

μετεωροφέναξ: -ᾱκος, ὁ, αυτός που εξαπατά μέσω αστρολογικών σοφιστειών, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

μετεωρο-φέναξ, ᾱκος,
an astrological quack, Ar.