μονομάχιον: Difference between revisions

From LSJ

ὁ δὲ παράκλητος, τὸ πνεῦμα τὸ ἅγιον ὃ πέμψει ὁ πατὴρ ἐν τῷ ὀνόματί μου, ἐκεῖνος ὑμᾶς διδάξει πάντα καὶ ὑπομνήσει ὑμᾶς πάντα ἃ εἶπον ὑμῖν → but the Comforter, which is the Holy Ghost, whom the Father will send in my name, he shall teach you all things, and bring all things to your remembrance, whatsoever I have said unto you

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0204.png Seite 204]] τό, bei Her. 6, 92 [[varia lectio|v.l.]] für [[μονομαχία]], u. Sp., wie Luc. Mer. Dial. 13. – Auch = [[μονομαχοτροφεῖον]], vgl. Lob. Phryn. 518.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0204.png Seite 204]] τό, bei Her. 6, 92 [[varia lectio|v.l.]] für [[μονομαχία]], u. Sp., wie Luc. Mer. Dial. 13. – Auch = [[μονομαχοτροφεῖον]], vgl. Lob. Phryn. 518.
}}
{{elru
|elrutext='''μονομάχιον:''' [[varia lectio|v.l.]] [[μονομαχεῖον|μονομᾰχεῖον]] (ᾰ) τό Luc. = [[μονομαχία]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μονομάχιον]], τὸ (ΑΜ)<br /><b>βλ.</b> [[μονομαχείον]].
|mltxt=[[μονομάχιον]], τὸ (ΑΜ)<br /><b>βλ.</b> [[μονομαχείον]].
}}
{{elru
|elrutext='''μονομάχιον:''' [[varia lectio|v.l.]] [[μονομαχεῖον|μονομᾰχεῖον]] (ᾰ) τό Luc. = [[μονομαχία]].
}}
}}

Revision as of 14:40, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονομᾰχιον Medium diacritics: μονομάχιον Low diacritics: μονομάχιον Capitals: ΜΟΝΟΜΑΧΙΟΝ
Transliteration A: monomáchion Transliteration B: monomachion Transliteration C: monomachion Beta Code: monoma/xion

English (LSJ)

τό, = μονομαχία, Luc. DMeretr.13.5, App.Hisp.53, etc.: in codd. sometimes written μονομαχεῖον, as Ath.5.191a (cod. A).

German (Pape)

[Seite 204] τό, bei Her. 6, 92 v.l. für μονομαχία, u. Sp., wie Luc. Mer. Dial. 13. – Auch = μονομαχοτροφεῖον, vgl. Lob. Phryn. 518.

Russian (Dvoretsky)

μονομάχιον: v.l. μονομᾰχεῖον (ᾰ) τό Luc. = μονομαχία.

Greek (Liddell-Scott)

μονομάχιον: [ᾰ], τό, = μονομαχία, διάφ. γραφ. ἐν Ἡροδ. 6. 92· ἀκολούθως ἐν Λουκ. Ἑταιρ. Διαλ. 13. 5, Ἀππ. Ἰβηρ. 53, κτλ.· ἐν τοῖς Ἀντιγράφ. ἐνίοτε φέρεται μονομαχεῖον, ὡς ἐν Ἀθήν. 191Α. 2) σχολεῖον μονομάχων, δηλ. σχολὴ πρὸς ἐκμάθησιν τῆς μονομαχίας, Μαλαλ. 217, 2, 263, 15.

Greek Monolingual

μονομάχιον, τὸ (ΑΜ)
βλ. μονομαχείον.