μυχόνδε: Difference between revisions

From LSJ

οἱ τότε ἤρχοντο εἰς τὴν νῆσον → they were then coming to the island

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />au fond <i>avec mouv.</i><br />'''Étymologie:''' [[μυχός]], -δε.
|btext=<i>adv.</i><br />au fond <i>avec mouv.</i><br />'''Étymologie:''' [[μυχός]], -δε.
}}
{{elru
|elrutext='''μῠχόνδε:''' adv. в глубину, в самый дальний угол (μεγάροιο Hom.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μῠχόνδε:''' ([[μυχός]]), επίρρ., προς την απομακρυσμένη εσωτερική [[γωνία]], σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''μῠχόνδε:''' ([[μυχός]]), επίρρ., προς την απομακρυσμένη εσωτερική [[γωνία]], σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{elru
|elrutext='''μῠχόνδε:''' adv. в глубину, в самый дальний угол (μεγάροιο Hom.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[μυχός]]<br />adv. to the far [[corner]], Od.
|mdlsjtxt=[[μυχός]]<br />adv. to the far [[corner]], Od.
}}
}}

Revision as of 14:43, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῠχόνδε Medium diacritics: μυχόνδε Low diacritics: μυχόνδε Capitals: ΜΥΧΟΝΔΕ
Transliteration A: mychónde Transliteration B: mychonde Transliteration C: mychonde Beta Code: muxo/nde

English (LSJ)

Adv. A to the far corner, μεγάροιο ib.22.270. II inwards, Emp. 100.23.

German (Pape)

[Seite 224] ins Innerste, ἀνεχώρησαν μεγάροιο μυχόνδε, Od. 22, 270.

French (Bailly abrégé)

adv.
au fond avec mouv.
Étymologie: μυχός, -δε.

Russian (Dvoretsky)

μῠχόνδε: adv. в глубину, в самый дальний угол (μεγάροιο Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

μῠχόνδε: Ἐπίρρ., εἰς τὴν ἐν τῷ μυχῷ γωνίαν, Ὀδ. Χ. 270, Ἐμπεδ. 465.

English (Autenrieth)

to the inmost part, Od. 22.270†.

Greek Monolingual

μυχόνδε (Α)
επίρρ. προς τον μυχό, προς τα ενδότατα, προς τα μέσα («μνηστῆρες δ' ἀνεχώρησαν μεγάροιο μυχόνδε», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυχόν + επιρρμ. κατάλ. -δε, που δηλώνει την εις τόπον κίνηση (πρβλ. θαλαμόν-δε, οικόν-δε)].

Greek Monotonic

μῠχόνδε: (μυχός), επίρρ., προς την απομακρυσμένη εσωτερική γωνία, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

μυχός
adv. to the far corner, Od.