μουσουργία: Difference between revisions

From LSJ

Γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → Decus affert omni mulieri silentium → Es bringt das Schweigen Zierde einer jeden Frau

Menander, Monostichoi, 83
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />chant, poésie.<br />'''Étymologie:''' [[μουσουργός]].
|btext=ας (ἡ) :<br />chant, poésie.<br />'''Étymologie:''' [[μουσουργός]].
}}
{{elru
|elrutext='''μουσουργία:''' ион. [[μουσουργίη]] ἡ мусическое творчество, т. е. пение, музыка, поэзия Luc.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μουσουργία:''' ἡ, η [[τέχνη]] του τραγουδιού, η [[συγγραφή]] της ποίησης, σε Λουκ.
|lsmtext='''μουσουργία:''' ἡ, η [[τέχνη]] του τραγουδιού, η [[συγγραφή]] της ποίησης, σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''μουσουργία:''' ион. [[μουσουργίη]] ἡ мусическое творчество, т. е. пение, музыка, поэзия Luc.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[μουσουργία]], ἡ,<br />a [[singing]], [[making]] [[poetry]], Luc. [from [[μουσουργός]]
|mdlsjtxt=[[μουσουργία]], ἡ,<br />a [[singing]], [[making]] [[poetry]], Luc. [from [[μουσουργός]]
}}
}}

Revision as of 14:43, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μουσουργία Medium diacritics: μουσουργία Low diacritics: μουσουργία Capitals: ΜΟΥΣΟΥΡΓΙΑ
Transliteration A: mousourgía Transliteration B: mousourgia Transliteration C: mousourgia Beta Code: mousourgi/a

English (LSJ)

ἡ, singing, making poetry, Luc.Vit.Auct.3, Corp.Herm.18.6.

German (Pape)

[Seite 211] ἡ, das Spielen, Singen, Dichten, Luc. Vit. auct. 3 astrol. 10.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
chant, poésie.
Étymologie: μουσουργός.

Russian (Dvoretsky)

μουσουργία: ион. μουσουργίη ἡ мусическое творчество, т. е. пение, музыка, поэзия Luc.

Greek (Liddell-Scott)

μουσουργία: ἡ, τὸ ἔργον τοῦ μουσουργοῦ, μελοποιΐα, ποίησις, Λουκ. Βίων Πρᾶσις 3.

Greek Monolingual

η (ΑΜ μουσουργία, Α ιων. τ. μουσουργίη) μουσουργός
νεοελλ.
η σύνθεση μουσικών έργων
μσν.-αρχ.
μελοποιία.

Greek Monotonic

μουσουργία: ἡ, η τέχνη του τραγουδιού, η συγγραφή της ποίησης, σε Λουκ.

Middle Liddell

μουσουργία, ἡ,
a singing, making poetry, Luc. [from μουσουργός