μικρόστομος: Difference between revisions

From LSJ

οὐ παντός πλεῖν ἐς Κόρινθον → it's not for every man to make a journey to Corinth, not everyone can afford a trip to Corinth

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui a une petite embouchure (vase, lampe, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[μικρός]], [[στόμα]].
|btext=ος, ον :<br />qui a une petite embouchure (vase, lampe, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[μικρός]], [[στόμα]].
}}
{{elru
|elrutext='''μῑκρόστομος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[с маленьким ртом]] (ζῷα Arst.);<br /><b class="num">2)</b> [[с маленьким отверстием]] ([[λυχνίδιον]] Luc.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[μικρόστομος]], -ον)<br />αυτός που έχει μικρό [[στόμα]] ή μικρό [[στόμιο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[μικρόστομο]]<br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] ραβδόκοιλων στροβιλιστικών πλατυελμίνθων της οικογένειας τών μικροστομιδών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μικρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[στόμα]] ([[πρβλ]]. [[μεγαλό]]-<i>στομος</i>)].
|mltxt=-η, -ο (Α [[μικρόστομος]], -ον)<br />αυτός που έχει μικρό [[στόμα]] ή μικρό [[στόμιο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[μικρόστομο]]<br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] ραβδόκοιλων στροβιλιστικών πλατυελμίνθων της οικογένειας τών μικροστομιδών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μικρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[στόμα]] ([[πρβλ]]. [[μεγαλό]]-<i>στομος</i>)].
}}
{{elru
|elrutext='''μῑκρόστομος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[с маленьким ртом]] (ζῷα Arst.);<br /><b class="num">2)</b> [[с маленьким отверстием]] ([[λυχνίδιον]] Luc.).
}}
}}

Revision as of 14:45, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μικρόστομος Medium diacritics: μικρόστομος Low diacritics: μικρόστομος Capitals: ΜΙΚΡΟΣΤΟΜΟΣ
Transliteration A: mikróstomos Transliteration B: mikrostomos Transliteration C: mikrostomos Beta Code: mikro/stomos

English (LSJ)

ον, with a small mouth or orifice, ἄγγος Hp.Morb.4.57; ζῷα Arist.HA 502a8; of the womb, Sor.2.56.

German (Pape)

[Seite 185] kleinmündig, von Menschen, Hippocr.; Arist. H. A. 2, 7; λυχνίδιον, Luc. Tim. 14; Plut. u. A.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a une petite embouchure (vase, lampe, etc.).
Étymologie: μικρός, στόμα.

Russian (Dvoretsky)

μῑκρόστομος:
1) с маленьким ртом (ζῷα Arst.);
2) с маленьким отверстием (λυχνίδιον Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

μῑκρόστομος: -ον, ὁ ἔχων μικρὸν στόμαἄνοιγμα, ἄγγος Ἱππ. 515. 21· ζῷα Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 7, 1.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α μικρόστομος, -ον)
αυτός που έχει μικρό στόμα ή μικρό στόμιο
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το μικρόστομο
ζωολ. γένος ραβδόκοιλων στροβιλιστικών πλατυελμίνθων της οικογένειας τών μικροστομιδών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο)- + στόμα (πρβλ. μεγαλό-στομος)].