μορφοειδής: Difference between revisions

From LSJ

Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart

Menander, Monostichoi, 473
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />qui a une forme, formel <i>t. de philos.</i><br />'''Étymologie:''' [[μορφή]], [[εἶδος]].
|btext=ής, ές :<br />qui a une forme, formel <i>t. de philos.</i><br />'''Étymologie:''' [[μορφή]], [[εἶδος]].
}}
{{elru
|elrutext='''μορφοειδής:''' [[имеющий]] (определенную) форму ([[μέλη]] καὶ ἄρθρα Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μορφοειδής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> αυτός του οποίου η [[φύση]], η [[διάθεση]], η [[ιδιότητα]] εκφράζεται με τη [[μορφή]] του<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[μορφή]] ή [[σχήμα]]<br /><b>3.</b> όμοιος με την ανθρώπινη [[φύση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μορφή]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i>].
|mltxt=[[μορφοειδής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> αυτός του οποίου η [[φύση]], η [[διάθεση]], η [[ιδιότητα]] εκφράζεται με τη [[μορφή]] του<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[μορφή]] ή [[σχήμα]]<br /><b>3.</b> όμοιος με την ανθρώπινη [[φύση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μορφή]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i>].
}}
{{elru
|elrutext='''μορφοειδής:''' [[имеющий]] (определенную) форму ([[μέλη]] καὶ ἄρθρα Plut.).
}}
}}

Revision as of 14:45, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μορφοειδής Medium diacritics: μορφοειδής Low diacritics: μορφοειδής Capitals: ΜΟΡΦΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: morphoeidḗs Transliteration B: morphoeidēs Transliteration C: morfoeidis Beta Code: morfoeidh/s

English (LSJ)

ές, A of the nature of shape, σχηματισμός Epicur.Nat. 2.8. II like the human form, Plu.2.335d; μ. τοῦ σώματος ὁμοιότητες ib.735a.

German (Pape)

[Seite 209] ές, gestaltartig, formell, von den Bildern des Epikur, Plut. Symp. 8, 10, 2.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui a une forme, formel t. de philos.
Étymologie: μορφή, εἶδος.

Russian (Dvoretsky)

μορφοειδής: имеющий (определенную) форму (μέλη καὶ ἄρθρα Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

μορφοειδής: -ές, ὁ ἔχων μορφὴν ἢ σχῆμα, Πλούτ. 2. 335D, 733A.

Greek Monolingual

μορφοειδής, -ές (Α)
1. αυτός του οποίου η φύση, η διάθεση, η ιδιότητα εκφράζεται με τη μορφή του
2. αυτός που έχει μορφή ή σχήμα
3. όμοιος με την ανθρώπινη φύση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μορφή + -ειδής].