μυριάμφορος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ζῷον τοῦτο οὐ μονῆρες καὶ αὐθέκαστον, ἀλλὰ κοινωνικὸν καὶ πολιτικόν → this animal is not solitary and self-sufficient, but social and political

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui porte <i>ou</i> peut porter une cargaison de 10 000 amphores.<br />'''Étymologie:''' [[μυρίοι]], [[ἀμφορεύς]].
|btext=ος, ον :<br />qui porte <i>ou</i> peut porter une cargaison de 10 000 amphores.<br />'''Étymologie:''' [[μυρίοι]], [[ἀμφορεύς]].
}}
{{elru
|elrutext='''μῡριάμφορος:''' досл. содержащий десять тысяч амфор, перен. непомерный ([[ῥῆμα]] Arph.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μῡριάμφορος:''' -ον ([[ἀμφορεύς]]), αυτός που χωράει 10.000 μεζούρες (αμφορείς)· μεταφ., αυτός που έχει τεράστιο [[μέγεθος]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''μῡριάμφορος:''' -ον ([[ἀμφορεύς]]), αυτός που χωράει 10.000 μεζούρες (αμφορείς)· μεταφ., αυτός που έχει τεράστιο [[μέγεθος]], σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''μῡριάμφορος:''' досл. содержащий десять тысяч амфор, перен. непомерный ([[ῥῆμα]] Arph.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 14:47, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῡρῐάμφορος Medium diacritics: μυριάμφορος Low diacritics: μυριάμφορος Capitals: ΜΥΡΙΑΜΦΟΡΟΣ
Transliteration A: myriámphoros Transliteration B: myriamphoros Transliteration C: myriamforos Beta Code: muria/mforos

English (LSJ)

ον, holding 10,000 measures (ἀμφορεῖς): Com. metaph., ῥῆμα μ. Ar.Pax521.

German (Pape)

[Seite 218] lehntausend Maaß oder amphoras haltend, ρῆμα, Ar. Pax 513, gleichsam Tausendweinfaßwort, mit Beziehung auf die weinspendende Ὀπώρα.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui porte ou peut porter une cargaison de 10 000 amphores.
Étymologie: μυρίοι, ἀμφορεύς.

Russian (Dvoretsky)

μῡριάμφορος: досл. содержащий десять тысяч амфор, перен. непомерный (ῥῆμα Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

μῡριάμφορος: -ον, ὁ χωρῶν 10,000 μέτρα (ἀμφορεῖς)· Κωμ. μεταφορ., ῥῆμα μ. Ἀριστοφ. Εἰρ. 521· πρβλ. μυριοφόρος, τριχοίνικος.

Greek Monolingual

μυριάμφορος, -ον (Α)
μτφ. αυτός που χωρά μυρίους, δέκα χιλιάδες αμφορείς ή που είναι ισοδύναμος με δέκα χιλιάδες αμφορείς (α. «πόθεν ἂν λάβοιμι ῥῆμα μυριάμφορον», Αριστοφ.
β. «μυριάμφορον
μυρίων ἀμφορέων ἄξιον», λεξ. Σούδα).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο)- + ἀμφορεύς (πρβλ. δεκ-άμφορος, τετρ-άμφορος].

Greek Monotonic

μῡριάμφορος: -ον (ἀμφορεύς), αυτός που χωράει 10.000 μεζούρες (αμφορείς)· μεταφ., αυτός που έχει τεράστιο μέγεθος, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

μῡρι-άμφορος, ον ἀμφορεύς
holding 10, 000 measures: metaph. of prodigious size, Ar.

English (Woodhouse)

holding ten thousand amphorae

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)