νεβρώδης: Difference between revisions
From LSJ
ἀκμὴ οὐδὲ ἔχει γενέσεως ὑπόστασιν καθ' ἑαυτήν → the culmination has no power of originating by itself
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ης, ες:<br />vêtu d'une peau de faon.<br />'''Étymologie:''' [[νεβρός]], -ωδης. | |btext=ης, ες:<br />vêtu d'une peau de faon.<br />'''Étymologie:''' [[νεβρός]], -ωδης. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''νεβρώδης:''' подобный оленю, т. е. одетый в оленью шкуру ([[Βάκχος]] Anth.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''νεβρώδης:''' -ες ([[εἶδος]]), αυτός που έχει την όψη νεαρού ελαφιού· λέγεται για τον Βάκχο, σε Ανθ. | |lsmtext='''νεβρώδης:''' -ες ([[εἶδος]]), αυτός που έχει την όψη νεαρού ελαφιού· λέγεται για τον Βάκχο, σε Ανθ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=νεβρ-ώδης, ες [[εἶδος]]<br />[[fawn]]-like, of [[Bacchus]], Anth. | |mdlsjtxt=νεβρ-ώδης, ες [[εἶδος]]<br />[[fawn]]-like, of [[Bacchus]], Anth. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:55, 3 October 2022
English (LSJ)
ες, fawn-like, of Dionysus, AP9.524.14.
German (Pape)
[Seite 235] ες, von der Art od. Gestalt eines Hirschkalbes. Auch Bacchus heißt so, Hymn. in Bacch. (IX, 524, 14), ekwa der die Hirschkälber liebt.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
vêtu d'une peau de faon.
Étymologie: νεβρός, -ωδης.
Russian (Dvoretsky)
νεβρώδης: подобный оленю, т. е. одетый в оленью шкуру (Βάκχος Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
νεβρώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς νεβρόν, ἐπὶ τοῦ Βάκχου, Ἀνθ. Π. 9. 524, 14.
Greek Monolingual
νεβρώδης, -ῶδες (Α) νεβρός
(επίθ. του Βάκχου) αυτός που μοιάζει με νεβρό, που φορεί δέρμα νεβρού.
Greek Monotonic
νεβρώδης: -ες (εἶδος), αυτός που έχει την όψη νεαρού ελαφιού· λέγεται για τον Βάκχο, σε Ανθ.