νηπύτιος: Difference between revisions
Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=α, ον :<br /><b>1</b> petit enfant;<br /><b>2</b> de petit enfant, enfantin, puéril.<br />'''Étymologie:''' [[νήπιος]]. | |btext=α, ον :<br /><b>1</b> petit enfant;<br /><b>2</b> de petit enfant, enfantin, puéril.<br />'''Étymologie:''' [[νήπιος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''νηπύτιος:'''<br /><b class="num">I</b> (ῠ) ὁ эп. дитятко, ребеночек Hom.<br />ребяческий, детский (ἔπεα Hom.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''νηπύτιος:''' [ῠ], ὁ, ἡ, ([[νήπιος]])·<br /><b class="num">I.</b> Επικ. υποκορ. του [[νήπιος]], μικρό [[παιδί]], [[νήπιο]], σε Ομήρ. Ιλ., Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> ως επίθ., αυτός που φέρεται σαν [[παιδί]], [[παιδιάστικος]], [[παιδαριώδης]], σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''νηπύτιος:''' [ῠ], ὁ, ἡ, ([[νήπιος]])·<br /><b class="num">I.</b> Επικ. υποκορ. του [[νήπιος]], μικρό [[παιδί]], [[νήπιο]], σε Ομήρ. Ιλ., Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> ως επίθ., αυτός που φέρεται σαν [[παιδί]], [[παιδιάστικος]], [[παιδαριώδης]], σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=νηπῠ́τιος, ὁ, ἡ, [[νήπιος]]<br /><b class="num">I.</b> a [[little]] [[child]], Il., Ar.<br /><b class="num">II.</b> as adj. like a [[child]], [[childish]], Il. | |mdlsjtxt=νηπῠ́τιος, ὁ, ἡ, [[νήπιος]]<br /><b class="num">I.</b> a [[little]] [[child]], Il., Ar.<br /><b class="num">II.</b> as adj. like a [[child]], [[childish]], Il. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:55, 3 October 2022
English (LSJ)
ὁ, Ep. Dim. of νήπιος, A little child, μηκέτι ταῦτα λεγώμεθα νηπύτιοι ὥς Il.13.292; νηπύτιον ὥς 20.200; once in Ar., ν. γάρ ἐστ' ἔτι Nu.868. II as adjective, childish, ἐπέεσσί γε νηπυτίοισιν Il.20.211; foolish, [βροτοί] Orph.L.6.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
1 petit enfant;
2 de petit enfant, enfantin, puéril.
Étymologie: νήπιος.
Russian (Dvoretsky)
νηπύτιος:
I (ῠ) ὁ эп. дитятко, ребеночек Hom.
ребяческий, детский (ἔπεα Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
νηπύτιος: [ῠ], -α, -ον, Ἐπικ. ὑποκοριστ. τοῦ νήπιος (πρβλ. νηπίαχος), μικρὸν παιδίον, παιδάριον, μηκέτι ταῦτα λεγώμεθα, νηπύτιοι ὣς Ἰλ. Ν. 292, Υ. 244· νηπύτιον ὣς Υ. 200, 431· ἅπαξ παρ’ Ἀριστοφ., ν. γάρ ἐστ’ ἔτι Νεφ. 868. ΙΙ. ὡς ἐπίθετ., ὅμοιος πρὸς παιδίον, παιδαριώδης, ἐπέεσσί γε νηπυτίοισι Ἰλ. Υ. 211.
English (Autenrieth)
νήπιος. (Il.)
Greek Monolingual
νηπύτιος, -ία, -ον (Α)
(υποκορ. του νήπιος)
1. μικρό παιδί, παιδάκι
2. αυτός που μοιάζει με νήπιο, νηπιώδης, παιδαριώδης («ού γὰρ φημ' έπέεσσί γε νηπυτίοισιν», Ομ. Ιλ.)
3. (κατ' επέκτ.) ανόητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. εκφραστικός τ. του νήπιος που μαρτυρείται πιθ. και στο μυκην. naputijo. Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι το -ύτιος είναι επίθημα που συνδέεται με το λιθουαν. υποκορ. επίθημα -utis].
Greek Monotonic
νηπύτιος: [ῠ], ὁ, ἡ, (νήπιος)·
I. Επικ. υποκορ. του νήπιος, μικρό παιδί, νήπιο, σε Ομήρ. Ιλ., Αριστοφ.
II. ως επίθ., αυτός που φέρεται σαν παιδί, παιδιάστικος, παιδαριώδης, σε Ομήρ. Ιλ.
Middle Liddell
νηπῠ́τιος, ὁ, ἡ, νήπιος
I. a little child, Il., Ar.
II. as adj. like a child, childish, Il.