μυριοστύς: Difference between revisions

From LSJ

Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau

Menander, Monostichoi, 215
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ύος (ἡ) :<br />ensemble de dix mille.<br />'''Étymologie:''' [[μυρίος]].
|btext=ύος (ἡ) :<br />ensemble de dix mille.<br />'''Étymologie:''' [[μυρίος]].
}}
{{elru
|elrutext='''μῡριοστύς:''' ύος ἡ десятитысячный отряд Xen.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μῡριοστύς:''' -ύος, ἡ, στρατιωτικό [[σώμα]] αποτελούμενο από [[δέκα]] χιλιάδες άνδρες, σε Ξεν.
|lsmtext='''μῡριοστύς:''' -ύος, ἡ, στρατιωτικό [[σώμα]] αποτελούμενο από [[δέκα]] χιλιάδες άνδρες, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''μῡριοστύς:''' ύος ἡ десятитысячный отряд Xen.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=μῡριοστύς, ύος, ἡ,<br />a [[body]] of ten [[thousand]], Xen.
|mdlsjtxt=μῡριοστύς, ύος, ἡ,<br />a [[body]] of ten [[thousand]], Xen.
}}
}}

Revision as of 14:55, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῡρῐοστύς Medium diacritics: μυριοστύς Low diacritics: μυριοστύς Capitals: ΜΥΡΙΟΣΤΥΣ
Transliteration A: myriostýs Transliteration B: myriostys Transliteration C: myriostys Beta Code: muriostu/s

English (LSJ)

ύος, ἡ, body of ten thousand, X.Cyr.6.3.20.

German (Pape)

[Seite 220] ύος, ἡ, eine Zahl, Menge von zehntausend, Xen. Cyr. 6, 3, 20 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ύος (ἡ) :
ensemble de dix mille.
Étymologie: μυρίος.

Russian (Dvoretsky)

μῡριοστύς: ύος ἡ десятитысячный отряд Xen.

Greek (Liddell-Scott)

μῡριοστύς: -ύος, ἡ, μυριάς, σῶμα στρατιωτικὸν ἐκ δεκακισχιλίων ἀνδρῶν, Ξεν. Κύρ. 6. 3, 20.

Greek Monolingual

μυριοστύς, ἡ (Α)
στρατιωτική μονάδα που αποτελείται από δέκα χιλιάδες άνδρες, η μυριάδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύριοι + επίθημα -τυ-ς (πρβλ. εκατοσ-τύς, χιλιοσ-τύς)].

Greek Monotonic

μῡριοστύς: -ύος, ἡ, στρατιωτικό σώμα αποτελούμενο από δέκα χιλιάδες άνδρες, σε Ξεν.

Middle Liddell

μῡριοστύς, ύος, ἡ,
a body of ten thousand, Xen.