ξανθοκόμης: Difference between revisions
Τῆς ἐπιμελείας πάντα δοῦλα γίγνεται → Sunt cuncta ubique famula diligentiae → In der Sorgfalt Sklavendienst tritt alles ein
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />aux cheveux blonds.<br />'''Étymologie:''' [[ξανθός]], [[κόμη]]. | |btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />aux cheveux blonds.<br />'''Étymologie:''' [[ξανθός]], [[κόμη]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ξανθοκόμης:''' ου adj. m Pind., Theocr. = [[ξανθόθριξ]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ξανθοκόμης:''' -ου, ὁ ([[κόμη]]), = [[ξανθόθριξ]], σε Πίνδ., Θεόκρ. | |lsmtext='''ξανθοκόμης:''' -ου, ὁ ([[κόμη]]), = [[ξανθόθριξ]], σε Πίνδ., Θεόκρ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=ξανθο-[[κόμης]], ου, ὁ, [[κόμη]] = [[ξανθόθριξ]], Pind., Theocr.] | |mdlsjtxt=ξανθο-[[κόμης]], ου, ὁ, [[κόμη]] = [[ξανθόθριξ]], Pind., Theocr.] | ||
}} | }} |
Revision as of 15:00, 3 October 2022
English (LSJ)
ου, ὁ, = ξανθόθριξ, Hes.Fr.135.5, Pi.N.9.17, Theoc.17.103 (v.l. ξανθό-κομος, as also in Opp. C.2.165,3.24).
German (Pape)
[Seite 275] ὁ, mit blondem Haare, Opp. Cyn. 3, 24; ξανθοκομᾶν Δαναῶν, Pind. N. 9, 17; Theocr. 17, 103.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
aux cheveux blonds.
Étymologie: ξανθός, κόμη.
Russian (Dvoretsky)
ξανθοκόμης: ου adj. m Pind., Theocr. = ξανθόθριξ.
Greek (Liddell-Scott)
ξανθοκόμης: -ου, ὁ, = ξανθόθριξ, Πινδ. Ν. 9. 40, Θεόκρ. 17. 103 (ἔνθα κοινῶς ξανθόκομοι), Ὀππ. Κυν. 3. 24. πρβλ. 2. 165.
Greek Monolingual
ξανθοκόμης, δωρ. τ. ξανθοκόμας, ὁ (Α)
αυτός που έχει ξανθά μαλλιά, ξανθομάλλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξανθός + -κόμης / -κόμᾱς (< κόμη «μαλλιά»), πρβλ. λευκο-κόμης, χρυσο-κόμης.
Greek Monotonic
ξανθοκόμης: -ου, ὁ (κόμη), = ξανθόθριξ, σε Πίνδ., Θεόκρ.