νωτοφόρος: Difference between revisions

From LSJ

μισῶ σοφιστὴν ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → I hate the sage who recks not his own rede, I hate the sage who is not wise for himself, I hate the wise man who is not wise on his own

Source
(5)
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=νωτοφόρος
|Medium diacritics=νωτοφόρος
|Low diacritics=νωτοφόρος
|Capitals=ΝΩΤΟΦΟΡΟΣ
|Transliteration A=nōtophóros
|Transliteration B=nōtophoros
|Transliteration C=notoforos
|Beta Code=nwtofo/ros
|Definition=ον, [[carrying on the back]], [[ὄνοι]] PCair. Zen. 215.6 (iii BC); [[ὑποζύγια]] ''ib.'' 292.283 (iii BC); [[ἄνδρες]] [[LXX]] 2 Ch. 2.18 (17); [[κτήνη]] ν. beasts [[of burden]], OGI 200.14 (Axum, iv AD).<br><b class="num"></b>''Subst.'' [[νωτοφόρος]], ὁ, [[carrier]], [[porter]], PPetr. 3 p. 139 (iii BC), [[LXX]] 2 Ch. 34.13, PTeb. 115.7 (ii BC).<br><b class="num"></b>neut. [[νωτοφόρον]], τό, [[beast of burden]], X. ''Cyr.'' 6.2.34 (but ν. [[ἡμίονος]] as cited by Poll. 2.180, cf. PCair. Zen. 8.13 (iii BC)), DC. 56.20.
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0274.png Seite 274]] auf dem Rücken tragend, Xen. Cyr. 6, 2, 34 u. Sp., wie D. C. 56, 20.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0274.png Seite 274]] auf dem Rücken tragend, Xen. Cyr. 6, 2, 34 u. Sp., wie D. C. 56, 20.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui porte sur son dos ; τὸ νωτοφόρον XÉN bête de somme.<br />'''Étymologie:''' [[νῶτος]], [[φέρω]].
}}
{{elru
|elrutext='''νωτοφόρος:''' [[несущий на спине]], [[вьючный]] Xen.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''νωτοφόρος''': ἴδε [[νωτοφορέω]].
|lstext='''νωτοφόρος''': ἴδε [[νωτοφορέω]].
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui porte sur son dos ; τὸ νωτοφόρον XÉN bête de somme.<br />'''Étymologie:''' [[νῶτος]], [[φέρω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[νωτοφόρος]], -ον (ΑΜ)<br />αυτός που σηκώνει [[βάρος]] στη [[ράχη]] του («[[νωτοφόρος]] [[ημίονος]]», Δίων Κάσσ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[νωτοφόρος]]<br />ο [[αχθοφόρος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ νωτοφόρον</i><br />ζώο που χρησιμεύει για [[μεταφορά]] φορτίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νῶτον]] <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]]].
|mltxt=[[νωτοφόρος]], -ον (ΑΜ)<br />αυτός που σηκώνει [[βάρος]] στη [[ράχη]] του («[[νωτοφόρος]] [[ημίονος]]», Δίων Κάσσ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[νωτοφόρος]]<br />ο [[αχθοφόρος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ νωτοφόρον</i><br />ζώο που χρησιμεύει για [[μεταφορά]] φορτίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νῶτον]] <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''νωτοφόρος:''' -ον ([[φέρω]]), αυτός που μεταφέρει στην [[πλάτη]] του, [[αχθοφόρος]], ως ουσ., φορτηγό, αχθοφόρο ζώο, σε Ξεν.
|lsmtext='''νωτοφόρος:''' -ον ([[φέρω]]), αυτός που μεταφέρει στην [[πλάτη]] του, [[αχθοφόρος]], ως ουσ., φορτηγό, αχθοφόρο ζώο, σε Ξεν.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=νωτο-[[φόρος]], ον, [[φέρω]]<br />[[carrying]] on the [[back]]: as [[substantive]] a [[beast]] of burthen, Xen.
}}
}}

Latest revision as of 15:05, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νωτοφόρος Medium diacritics: νωτοφόρος Low diacritics: νωτοφόρος Capitals: ΝΩΤΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: nōtophóros Transliteration B: nōtophoros Transliteration C: notoforos Beta Code: nwtofo/ros

English (LSJ)

ον, carrying on the back, ὄνοι PCair. Zen. 215.6 (iii BC); ὑποζύγια ib. 292.283 (iii BC); ἄνδρες LXX 2 Ch. 2.18 (17); κτήνη ν. beasts of burden, OGI 200.14 (Axum, iv AD).
Subst. νωτοφόρος, ὁ, carrier, porter, PPetr. 3 p. 139 (iii BC), LXX 2 Ch. 34.13, PTeb. 115.7 (ii BC).
neut. νωτοφόρον, τό, beast of burden, X. Cyr. 6.2.34 (but ν. ἡμίονος as cited by Poll. 2.180, cf. PCair. Zen. 8.13 (iii BC)), DC. 56.20.

German (Pape)

[Seite 274] auf dem Rücken tragend, Xen. Cyr. 6, 2, 34 u. Sp., wie D. C. 56, 20.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui porte sur son dos ; τὸ νωτοφόρον XÉN bête de somme.
Étymologie: νῶτος, φέρω.

Russian (Dvoretsky)

νωτοφόρος: несущий на спине, вьючный Xen.

Greek (Liddell-Scott)

νωτοφόρος: ἴδε νωτοφορέω.

Greek Monolingual

νωτοφόρος, -ον (ΑΜ)
αυτός που σηκώνει βάρος στη ράχη του («νωτοφόρος ημίονος», Δίων Κάσσ.)
αρχ.
1. το αρσ. ως ουσ.νωτοφόρος
ο αχθοφόρος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ νωτοφόρον
ζώο που χρησιμεύει για μεταφορά φορτίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νῶτον + -φόρος].

Greek Monotonic

νωτοφόρος: -ον (φέρω), αυτός που μεταφέρει στην πλάτη του, αχθοφόρος, ως ουσ., φορτηγό, αχθοφόρο ζώο, σε Ξεν.

Middle Liddell

νωτο-φόρος, ον, φέρω
carrying on the back: as substantive a beast of burthen, Xen.