παραφθορά: Difference between revisions

From LSJ

Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ᾶς (ἡ) :<br />légère corruption, altération peu profonde.<br />'''Étymologie:''' [[παραφθείρω]].
|btext=ᾶς (ἡ) :<br />légère corruption, altération peu profonde.<br />'''Étymologie:''' [[παραφθείρω]].
}}
{{elru
|elrutext='''παραφθορά:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[некоторая порча]], [[ухудшение]] (τῆς μουσικῆς Plut.);<br /><b class="num">2)</b> грам. испорченная форма, неправильность.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ [[παραφθείρω]]<br />η [[πράξη]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[παραφθείρω]], ελαφρή '[[φθορά]], μικρή [[αλλοίωση]] [[προς]] το χειρότερο.
|mltxt=η, ΝΜΑ [[παραφθείρω]]<br />η [[πράξη]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[παραφθείρω]], ελαφρή '[[φθορά]], μικρή [[αλλοίωση]] [[προς]] το χειρότερο.
}}
{{elru
|elrutext='''παραφθορά:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[некоторая порча]], [[ухудшение]] (τῆς μουσικῆς Plut.);<br /><b class="num">2)</b> грам. испорченная форма, неправильность.
}}
}}

Revision as of 15:15, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραφθορά Medium diacritics: παραφθορά Low diacritics: παραφθορά Capitals: ΠΑΡΑΦΘΟΡΑ
Transliteration A: paraphthorá Transliteration B: paraphthora Transliteration C: parafthora Beta Code: parafqora/

English (LSJ)

ἡ, corruption, ἐν ταῖς φωναῖς A.D. Adv.164.24; of music, Plu.2.1131f; of language, κατὰ παραφθοράν Hermog.Meth.3, St.Byz.s.v. Ἀμαζόνειον, Eust. 1936.23.

German (Pape)

[Seite 506] ἡ, leichte Verderbung oder Verfälschung, Plut. u. a. Sp., bes. Gramm.

French (Bailly abrégé)

ᾶς (ἡ) :
légère corruption, altération peu profonde.
Étymologie: παραφθείρω.

Russian (Dvoretsky)

παραφθορά:
1) некоторая порча, ухудшение (τῆς μουσικῆς Plut.);
2) грам. испорченная форма, неправильность.

Greek (Liddell-Scott)

παραφθορά: ἡ, βαθμιαία διαφθορά, τῆς μουσικῆς Πλούτ. 2. 1131Ε· ἐπὶ τῆς γλώσσης, Εὐστ. 1396, 23, κτλ.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ παραφθείρω
η πράξη και το αποτέλεσμα του παραφθείρω, ελαφρή 'φθορά, μικρή αλλοίωση προς το χειρότερο.