περιστρωφάομαι: Difference between revisions

From LSJ

ἀρκετὸν τῇ ἡμέρᾳ ἡ κακία αὐτῆς → sufficient unto the day is the evil thereof, each day has enough trouble of its own, there is no need to add to the troubles each day brings (Matthew 6:34)

Source
(6_12)
 
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{bailly
|btext=-ῶμαι;<br />parcourir, acc..<br />'''Étymologie:''' [[περιστροφή]].
}}
{{elru
|elrutext='''περιστρωφάομαι:''' [frequ. к περιστρέφομαι] обходить кругом (πάντα τὰ χρηστήρια Her.).
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''περιστρωφάομαι''': θαμιστ. τοῦ περιστρέφομαι, περιστρωφώμενος πάντα τὰ χρηστήρια, περιερχόμενος πάντα τὰ μαντεῖα, Ἡρόδ. 8. 135· περιστρωφῶντο δ’ ὀπωπαὶ Κόϊντ. Σμ. 12. 404.
|lstext='''περιστρωφάομαι''': θαμιστ. τοῦ περιστρέφομαι, περιστρωφώμενος πάντα τὰ χρηστήρια, περιερχόμενος πάντα τὰ μαντεῖα, Ἡρόδ. 8. 135· περιστρωφῶντο δ’ ὀπωπαὶ Κόϊντ. Σμ. 12. 404.
}}
{{lsm
|lsmtext='''περιστρωφάομαι:''' θαμιστικό του <i>περιστρέφομαι</i>, <i>περιστρωφώμενος πάντα τὰ χρηστήρια</i>, [[τριγύρω]] σε όλα τα [[μαντεία]], σε Ηρόδ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[Frequentat. of περιστρέφομαι]<br />περιστρωφώμενος πάντα τὰ χρηστήρια [[going]] [[round]] to all the oracles, Hdt.
}}
}}

Latest revision as of 15:20, 3 October 2022

French (Bailly abrégé)

-ῶμαι;
parcourir, acc..
Étymologie: περιστροφή.

Russian (Dvoretsky)

περιστρωφάομαι: [frequ. к περιστρέφομαι] обходить кругом (πάντα τὰ χρηστήρια Her.).

Greek (Liddell-Scott)

περιστρωφάομαι: θαμιστ. τοῦ περιστρέφομαι, περιστρωφώμενος πάντα τὰ χρηστήρια, περιερχόμενος πάντα τὰ μαντεῖα, Ἡρόδ. 8. 135· περιστρωφῶντο δ’ ὀπωπαὶ Κόϊντ. Σμ. 12. 404.

Greek Monotonic

περιστρωφάομαι: θαμιστικό του περιστρέφομαι, περιστρωφώμενος πάντα τὰ χρηστήρια, τριγύρω σε όλα τα μαντεία, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

[Frequentat. of περιστρέφομαι]
περιστρωφώμενος πάντα τὰ χρηστήρια going round to all the oracles, Hdt.