πολυαστράγαλος: Difference between revisions

From LSJ

Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht

Menander, Monostichoi, 237
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />aux nœuds nombreux.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[ἀστράγαλος]].
|btext=ος, ον :<br />aux nœuds nombreux.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[ἀστράγαλος]].
}}
{{elru
|elrutext='''πολυαστράγαλος:''' (ρᾰ) унизанный множеством костяшек, узловатый (ἡ [[μάστις]] Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πολυαστράγᾰλος:''' -ον, αυτός που έχει πολλές αρθρώσεις, σε Ανθ.
|lsmtext='''πολυαστράγᾰλος:''' -ον, αυτός που έχει πολλές αρθρώσεις, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''πολυαστράγαλος:''' (ρᾰ) унизанный множеством костяшек, узловатый (ἡ [[μάστις]] Anth.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πολυ-αστράγᾰλος, ον,<br />with [[many]] joints, Anth.
|mdlsjtxt=πολυ-αστράγᾰλος, ον,<br />with [[many]] joints, Anth.
}}
}}

Revision as of 15:20, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠαστράγᾰλος Medium diacritics: πολυαστράγαλος Low diacritics: πολυαστράγαλος Capitals: ΠΟΛΥΑΣΤΡΑΓΑΛΟΣ
Transliteration A: polyastrágalos Transliteration B: polyastragalos Transliteration C: polyastragalos Beta Code: poluastra/galos

English (LSJ)

[ᾰγ], ον, strung with many knucklebones, μάστις π., = ἀστραγαλωτή, AP6.234 (Eryc.).

German (Pape)

[Seite 660] mit vielen Wirbelknochen, μάστιν, Eryc. 2 (VI, 234).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux nœuds nombreux.
Étymologie: πολύς, ἀστράγαλος.

Russian (Dvoretsky)

πολυαστράγαλος: (ρᾰ) унизанный множеством костяшек, узловатый (ἡ μάστις Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

πολυαστράγᾰλος: -ον, ὁ ἔχων πολλοὺς ἀστραγάλους, κόμπους, μάστιν τὰν πολυαστράγαλον = ἀστραγαλωτήν, Ἀνθ. Π. 6. 234.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που έχει πολλούς αστραγάλους, δηλαδή πολλούς κόμπους
2. φρ. «μάστις πολυαστράγαλος» — είδος φυτού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + ἀστράγαλος (πρβλ. καλλι-αστράγαλος)].

Greek Monotonic

πολυαστράγᾰλος: -ον, αυτός που έχει πολλές αρθρώσεις, σε Ανθ.

Middle Liddell

πολυ-αστράγᾰλος, ον,
with many joints, Anth.