πολισσόος: Difference between revisions
From LSJ
Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />qui sauve la cité.<br />'''Étymologie:''' [[πόλις]], [[σῴζω]]. | |btext=ος, ον :<br />qui sauve la cité.<br />'''Étymologie:''' [[πόλις]], [[σῴζω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πολισσόος:''' [[охраняющий города]] ([[Ἄρης]] HH). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πολισσόος:''' -ον ([[σῴζω]]), αυτός που σώζει και προφυλάσσει τις πόλεις, σε Ομήρ. Ύμν. | |lsmtext='''πολισσόος:''' -ον ([[σῴζω]]), αυτός που σώζει και προφυλάσσει τις πόλεις, σε Ομήρ. Ύμν. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=πολισ-[[σόος]], ον, [[σώζω]]<br />[[guarding]] cities, Hhymn. | |mdlsjtxt=πολισ-[[σόος]], ον, [[σώζω]]<br />[[guarding]] cities, Hhymn. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:23, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, (σῴζω) guarding a city or cities, h.Mart.2.
German (Pape)
[Seite 656] Stadt rettend, beschützend; H. h. 7, 2; Orph. H. 88, 2.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui sauve la cité.
Étymologie: πόλις, σῴζω.
Russian (Dvoretsky)
πολισσόος: охраняющий города (Ἄρης HH).
Greek (Liddell-Scott)
πολισσόος: -ον, (σῴζω) ὁ σῴζων, φυλάττων πόλιν ἢ πόλεις, Ὕμν. Ὁμ. 7. 2.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που φυλάγει πόλη ή πόλεις, προστάτης πόλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόλις + -σσόος (< σόος, επ. τ. του επιθ. σῶος «ασφαλής, υγιής»), πρβλ. νηο-(σ)σόος, ξενο-σσόος. Τα συνθ. αυτού του τύπου έχουν δεχθεί την επίδραση τών συνθ. σε -σόος (< σευομαι)].
Greek Monotonic
πολισσόος: -ον (σῴζω), αυτός που σώζει και προφυλάσσει τις πόλεις, σε Ομήρ. Ύμν.