πολύκλωνος: Difference between revisions
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
mNo edit summary |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0664.png Seite 664]] mit vielen Schößlingen, Theophr. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0664.png Seite 664]] mit vielen Schößlingen, Theophr. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πολύκλωνος:''' ([[многоветвистый]]) [[ветвистый]], [[широко разветвленный]] (τὰ φυτά Arst.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 18: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο / [[πολύκλωνος]], -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που έχει πολλούς κλώνους, [[πολλά]] κλαδιά<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>βιολ.</b> [[χαρακτηρισμός]] ενός ιστού ή μιας δομής που προέρχεται από έναν αριθμό ιδρυτικών κυττάρων ή από διάφορους κυτταρικούς κλώνους και [[επίσης]] ειδικών αντισωμάτων που έχουν ληφθεί με [[ανοσία]] ενός ζώου και αντιπροσωπεύουν τα προϊόντα διαφόρων κλώνων κυττάρων<br /><b>2.</b> (για [[καλώδιο]]) αυτός που έχει [[πολλά]] σύρματα<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> τὸ <i>πολύκλωνον</i><br />[[ονομασία]] φυτού<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[ἀρτεμισία]] [[πολύκλωνος]]»<br /><b>βοτ.</b> η [[αμβροσία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κλωνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κλῶνος]]), <b>πρβλ.</b> <i>μονό</i>-<i>κλωνος</i>]. | |mltxt=-η, -ο / [[πολύκλωνος]], -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που έχει πολλούς κλώνους, [[πολλά]] κλαδιά<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>βιολ.</b> [[χαρακτηρισμός]] ενός ιστού ή μιας δομής που προέρχεται από έναν αριθμό ιδρυτικών κυττάρων ή από διάφορους κυτταρικούς κλώνους και [[επίσης]] ειδικών αντισωμάτων που έχουν ληφθεί με [[ανοσία]] ενός ζώου και αντιπροσωπεύουν τα προϊόντα διαφόρων κλώνων κυττάρων<br /><b>2.</b> (για [[καλώδιο]]) αυτός που έχει [[πολλά]] σύρματα<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> τὸ <i>πολύκλωνον</i><br />[[ονομασία]] φυτού<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[ἀρτεμισία]] [[πολύκλωνος]]»<br /><b>βοτ.</b> η [[αμβροσία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κλωνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κλῶνος]]), <b>πρβλ.</b> <i>μονό</i>-<i>κλωνος</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:30, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, with many branches, Thphr.HP6.2.6 (Comp.), Dsc.3.33; ἀρτεμισία πολύκλωνος = ἀμβροσία 4 (sea ragweed, ambrose, Ambrosia maritima), Ps.-Dsc.3.113: neut. πολύκλωνον, τό, polyclone, name of a plant, Gp.12.1.2.
German (Pape)
[Seite 664] mit vielen Schößlingen, Theophr.
Russian (Dvoretsky)
πολύκλωνος: (многоветвистый) ветвистый, широко разветвленный (τὰ φυτά Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
πολύκλωνος: -ον, ὁ ἔχων πολλοὺς κλῶνας, κλωνάρια, Ἀριστ. π. Φυτ. 1. 7, 8 (κ. ἀλλ. -κλονος), Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 2, 6.
Greek Monolingual
-η, -ο / πολύκλωνος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που έχει πολλούς κλώνους, πολλά κλαδιά
νεοελλ.
1. βιολ. χαρακτηρισμός ενός ιστού ή μιας δομής που προέρχεται από έναν αριθμό ιδρυτικών κυττάρων ή από διάφορους κυτταρικούς κλώνους και επίσης ειδικών αντισωμάτων που έχουν ληφθεί με ανοσία ενός ζώου και αντιπροσωπεύουν τα προϊόντα διαφόρων κλώνων κυττάρων
2. (για καλώδιο) αυτός που έχει πολλά σύρματα
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ πολύκλωνον
ονομασία φυτού
αρχ.
φρ. «ἀρτεμισία πολύκλωνος»
βοτ. η αμβροσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -κλωνος (< κλῶνος), πρβλ. μονό-κλωνος].