πολυσπαθής: Difference between revisions

From LSJ

Περὶ τῶν Ἱπποκράτους καὶ Πλάτωνος δογμάτων → On the Doctrines of Hippocrates and Plato

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />d'une trame très serrée.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[σπάθη]].
|btext=ής, ές :<br />d'une trame très serrée.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[σπάθη]].
}}
{{elru
|elrutext='''πολυσπᾰθής:''' [[плотно сотканный]] ([[πέπλα]] Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πολυσπᾰθής:''' -ές ([[σπάθη]]), [[πυκνά]] υφασμένος, με πυκνή [[πλέξη]], σε Ανθ.
|lsmtext='''πολυσπᾰθής:''' -ές ([[σπάθη]]), [[πυκνά]] υφασμένος, με πυκνή [[πλέξη]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''πολυσπᾰθής:''' [[плотно сотканный]] ([[πέπλα]] Anth.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πολυ-σπᾰθής, ές [[σπάθη]]<br />[[thick]]-[[woven]], Anth.
|mdlsjtxt=πολυ-σπᾰθής, ές [[σπάθη]]<br />[[thick]]-[[woven]], Anth.
}}
}}

Revision as of 15:30, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυσπᾰθής Medium diacritics: πολυσπαθής Low diacritics: πολυσπαθής Capitals: ΠΟΛΥΣΠΑΘΗΣ
Transliteration A: polyspathḗs Transliteration B: polyspathēs Transliteration C: polyspathis Beta Code: poluspaqh/s

English (LSJ)

ές, (σπάθη) close-woven, πέπλοι AP6.39 (Arch.).

German (Pape)

[Seite 673] ές, viel durchwebt, dicht gewebt, πέπλα, Archi. 11 (VI, 39).

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
d'une trame très serrée.
Étymologie: πολύς, σπάθη.

Russian (Dvoretsky)

πολυσπᾰθής: плотно сотканный (πέπλα Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

πολυσπᾰθής: -ές, (σπάθη) ὁ πολὺ σπαθητός, ὁ πυκνῶς ὑφασμένος, πολυσπαθέων πέπλων Ἀνθ. Π. 6. 39.

Greek Monolingual

-ές, Α
ο πυκνά υφασμένος ή ο πολύ υφασμένος («ἁ δὲ πολυσπαθέων μελεδήμονα κερκίδα πέπλων εὔθροον», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -σπαθής (< σπάθη «υφαντουργικό εργαλείο»).

Greek Monotonic

πολυσπᾰθής: -ές (σπάθη), πυκνά υφασμένος, με πυκνή πλέξη, σε Ανθ.

Middle Liddell

πολυ-σπᾰθής, ές σπάθη
thick-woven, Anth.