πολύκρουνος: Difference between revisions

From LSJ

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui a de nombreuses sources;<br /><b>2</b> par où l'eau s'échappe comme de nombreuses sources.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[κρουνός]].
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui a de nombreuses sources;<br /><b>2</b> par où l'eau s'échappe comme de nombreuses sources.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[κρουνός]].
}}
{{elru
|elrutext='''πολύκρουνος:''' [[многострунный]]: [[ὕδωρ]] πολυκρούνων ἐκπρορέει στομάτων Anth. вода струится из многих источников.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πολύκρουνος:''' -ον, αυτός που έχει πολλές πηγές, σε Ανθ.
|lsmtext='''πολύκρουνος:''' -ον, αυτός που έχει πολλές πηγές, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''πολύκρουνος:''' [[многострунный]]: [[ὕδωρ]] πολυκρούνων ἐκπρορέει στομάτων Anth. вода струится из многих источников.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[πολύ]]-κρουνος, ον,<br />with [[many]] springs, Anth.
|mdlsjtxt=[[πολύ]]-κρουνος, ον,<br />with [[many]] springs, Anth.
}}
}}

Revision as of 15:34, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύκρουνος Medium diacritics: πολύκρουνος Low diacritics: πολύκρουνος Capitals: ΠΟΛΥΚΡΟΥΝΟΣ
Transliteration A: polýkrounos Transliteration B: polykrounos Transliteration C: polykrounos Beta Code: polu/krounos

English (LSJ)

ον, with many springs, στόματα fountains many-gushing, AP9.669.4 (Marian.); with many mouths, φιάλαι Aristid.Or.17(15).22.

German (Pape)

[Seite 665] vielquellig, στόματα, viele Mündungen von Brunnenröhren, Marian. 3 (IX, 669).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui a de nombreuses sources;
2 par où l'eau s'échappe comme de nombreuses sources.
Étymologie: πολύς, κρουνός.

Russian (Dvoretsky)

πολύκρουνος: многострунный: ὕδωρ πολυκρούνων ἐκπρορέει στομάτων Anth. вода струится из многих источников.

Greek (Liddell-Scott)

πολύκρουνος: -ον, ὁ ἔχων πολλοὺς κρουνούς, στόματα π., πηγαὶ πολλαχόθεν ἀναβλύζουσαι, Ἀνθ. Π. 9. 669.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
αυτός που έχει πολλούς κρουνούς ή πολλά στόμια (α. «πολύκρουνος κρήνη» β. «πολύκρουνος φιάλη»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + κρουνός «πηγή» (πρβλ. δωδεκά-κρουνος)].

Greek Monotonic

πολύκρουνος: -ον, αυτός που έχει πολλές πηγές, σε Ανθ.

Middle Liddell

πολύ-κρουνος, ον,
with many springs, Anth.