προσταγή: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἐμόν γ' ἐμοὶ λέγεις ὄναρ → you are telling me what I know already, you are telling me my own dream

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
 
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br />v. [[πρόσταγμα]].<br />'''Étymologie:''' [[προστάσσω]].
|btext=ῆς (ἡ) :<br />v. [[πρόσταγμα]].<br />'''Étymologie:''' [[προστάσσω]].
}}
{{elru
|elrutext='''προστᾰγή:''' ἡ Plut. = [[πρόσταγμα]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ [[προστάσσω]]<br />η [[ενέργεια]] του [[προστάζω]], [[πρόσταγμα]], [[κέλευσμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[διαταγή]] που διατυπώνεται με επιτακτικό τόνο<br /><b>2.</b> <b>(ποιν.)</b> [[δήλωση]] βούλησης την οποία απευθύνει [[ένας]] ιεραρχικά [[ανώτερος]] [[προς]] έναν ιεραρχικά υφιστάμενό του απαιτώντας από αυτόν ορισμένη [[συμπεριφορά]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (η δοτ. ως επίρρ.) <i>προσταγῇ</i><br />[[κατόπιν]] διαταγής<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «κατὰ προσταγήν» — σύμφωνα με [[διαταγή]].
|mltxt=η, ΝΜΑ [[προστάσσω]]<br />η [[ενέργεια]] του [[προστάζω]], [[πρόσταγμα]], [[κέλευσμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[διαταγή]] που διατυπώνεται με επιτακτικό τόνο<br /><b>2.</b> <b>(ποιν.)</b> [[δήλωση]] βούλησης την οποία απευθύνει [[ένας]] ιεραρχικά [[ανώτερος]] [[προς]] έναν ιεραρχικά υφιστάμενό του απαιτώντας από αυτόν ορισμένη [[συμπεριφορά]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (η δοτ. ως επίρρ.) <i>προσταγῇ</i><br />[[κατόπιν]] διαταγής<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «κατὰ προσταγήν» — σύμφωνα με [[διαταγή]].
}}
{{elru
|elrutext='''προστᾰγή:''' ἡ Plut. = [[πρόσταγμα]].
}}
}}

Latest revision as of 15:35, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προστᾰγή Medium diacritics: προσταγή Low diacritics: προσταγή Capitals: ΠΡΟΣΤΑΓΗ
Transliteration A: prostagḗ Transliteration B: prostagē Transliteration C: prostagi Beta Code: prostagh/

English (LSJ)

ἡ, = πρόσταγμα (ordinance, command, prescription), LXX Da. 3.28 (95), Sammelb. 3924.15 (i AD), Diog.Oen. 11, Ps.-Plu. Fluv. 6.4, 10.2 ; κατὰ ταγήν τινος τινος J. AJ 1.7.1, al. ; προσταγῇ IG4²(1).497 (Epid., ii/iii AD).

German (Pape)

[Seite 780] ἡ, = πρόσταγμα, Sp., wie Lycophr. 138 Schol. Thuc. 4, 118.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
v. πρόσταγμα.
Étymologie: προστάσσω.

Russian (Dvoretsky)

προστᾰγή: ἡ Plut. = πρόσταγμα.

Greek (Liddell-Scott)

προστᾰγή: ἡ, ὡς καὶ νῦν, Πλούτ. 2. 1154C, Ἰω. Χρυσ. τόμ. 2, σ. 457, 11, κλπ.: πρβλ. Μοῖριν 318.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ προστάσσω
η ενέργεια του προστάζω, πρόσταγμα, κέλευσμα
νεοελλ.
1. διαταγή που διατυπώνεται με επιτακτικό τόνο
2. (ποιν.) δήλωση βούλησης την οποία απευθύνει ένας ιεραρχικά ανώτερος προς έναν ιεραρχικά υφιστάμενό του απαιτώντας από αυτόν ορισμένη συμπεριφορά
αρχ.
1. (η δοτ. ως επίρρ.) προσταγῇ
κατόπιν διαταγής
2. φρ. «κατὰ προσταγήν» — σύμφωνα με διαταγή.