περιφερόγραμμος: Difference between revisions
From LSJ
μήτε δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement until you have heard a speech on both sides
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />entouré d'une ligne circulaire.<br />'''Étymologie:''' [[περιφερής]], [[γραμμή]]. | |btext=ος, ον :<br />entouré d'une ligne circulaire.<br />'''Étymologie:''' [[περιφερής]], [[γραμμή]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''περιφερόγραμμος:''' [[ограниченный окружностью]] ([[σχῆμα]] Arst.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''περιφερόγραμμος:''' -ον, αυτός που ορίζεται από κυκλική [[γραμμή]], σε Στράβ. | |lsmtext='''περιφερόγραμμος:''' -ον, αυτός που ορίζεται από κυκλική [[γραμμή]], σε Στράβ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=περιφερό-γραμμος, ον,<br />bounded by a [[circular]] [[line]], Strab. | |mdlsjtxt=περιφερό-γραμμος, ον,<br />bounded by a [[circular]] [[line]], Strab. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:35, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, bounded by a curved line, opp. εὐθύγραμμος, Arist.Cael.286b14, Str.5.1.2, Simp.in Cael.413.4.
German (Pape)
[Seite 598] mit einer kreisförmigen Linie umgeben, Ggstz ὀρθόγραμμος, Arist. de coelo 2, 4.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
entouré d'une ligne circulaire.
Étymologie: περιφερής, γραμμή.
Russian (Dvoretsky)
περιφερόγραμμος: ограниченный окружностью (σχῆμα Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
περιφερόγραμμος: -ον, ὁ ὑπὸ περιφερικῆς γραμμῆς ὁριζόμενος, ἀντίθ. τῷ εὐθύγραμμος, ὀρθόγραμμος, Ἀριστ. π. Οὐρ. 2. 4, 1, Στράβ. 210.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που περιβάλλεται από περιφερική, κυκλική γραμμή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περιφερής + -γραμμος (< γραμμή)].
Greek Monotonic
περιφερόγραμμος: -ον, αυτός που ορίζεται από κυκλική γραμμή, σε Στράβ.