πυρολόγος: Difference between revisions

From LSJ

μὴ τὴν ὄψιν καλλωπίζου, ἀλλ' ἐν τοῖς ἐπιτηδεύμασιν ἴσθι καλός → Don't beautify your face, but be beautiful in your habits (Thales, in Diog. Laertius 1.37)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui ramasse le blé.<br />'''Étymologie:''' [[πυρός]], [[λέγω]]².
|btext=ος, ον :<br />qui ramasse le blé.<br />'''Étymologie:''' [[πυρός]], [[λέγω]]².
}}
{{elru
|elrutext='''πῡρολόγος:''' [[убирающий пшеницу]] ([[δρεπάνη]] Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πῡρολόγος:''' -ον (πύρος, [[λέγω]]), αυτός που θερίζει [[σιτάρι]], σε Ανθ.
|lsmtext='''πῡρολόγος:''' -ον (πύρος, [[λέγω]]), αυτός που θερίζει [[σιτάρι]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''πῡρολόγος:''' [[убирающий пшеницу]] ([[δρεπάνη]] Anth.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πῡρο-λγ/ος, ον, [πύρος, [[λέγω]]<br />[[reaping]] [[wheat]], Anth.
|mdlsjtxt=πῡρο-λγ/ος, ον, [πύρος, [[λέγω]]<br />[[reaping]] [[wheat]], Anth.
}}
}}

Revision as of 15:35, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῡρολόγος Medium diacritics: πυρολόγος Low diacritics: πυρολόγος Capitals: ΠΥΡΟΛΟΓΟΣ
Transliteration A: pyrológos Transliteration B: pyrologos Transliteration C: pyrologos Beta Code: purolo/gos

English (LSJ)

ον, (πυρός) reaping wheat, AP6.104 (Phil., v.l. πυριλ-).

German (Pape)

[Seite 823] Weizen lesend, sammelnd od. mähend, δρεπάνη, Philp. 14 (VI, 104).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui ramasse le blé.
Étymologie: πυρός, λέγω².

Russian (Dvoretsky)

πῡρολόγος: убирающий пшеницу (δρεπάνη Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

πῡρολόγος: -ον, (πυρὸς) ὁ πυροὺς συλλέγων, δηλ. θερίζων, πυρολόγος δρεπάνη Ἀνθ. Π. 6. 104 (Ἀντίγραφ. πυριλ-.)

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που μαζεύει, που θερίζει το σιτάρι, θεριστικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρός «σίτος» + -λόγος].

Greek Monotonic

πῡρολόγος: -ον (πύρος, λέγω), αυτός που θερίζει σιτάρι, σε Ανθ.

Middle Liddell

πῡρο-λγ/ος, ον, [πύρος, λέγω
reaping wheat, Anth.