σοφιστεία: Difference between revisions

From LSJ

Ὅτι οὐδὲν ἧττον τὰ αὐτὰ ποιήσουσι, κἂν σὺ διαρραγῇς → You may break your heart, but men will still go on as before

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />art sophistique, subtilité captieuse.<br />'''Étymologie:''' [[σοφιστής]].
|btext=ας (ἡ) :<br />art sophistique, subtilité captieuse.<br />'''Étymologie:''' [[σοφιστής]].
}}
{{elru
|elrutext='''σοφιστεία:''' ἡ [[софистическое искусство]], [[софистика]] Diod., Diog. L.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=η, ΝΑ [[σοφιστεύω]] / -<i>ομαι</i>]<br />η [[τέχνη]] του σοφιστή («κατὰ τὴν σοφιστείαν τοσοῦτον τοὺς ἄλλους ὑπερέβαλεν», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[σόφισμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σοφία]]<br /><b>2.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>Σοφιστεία</i><br />[[τίτλος]] έργου του Ερμαγόρου του Αμφιπολίτου.
|mltxt=η, ΝΑ [[σοφιστεύω]] / -<i>ομαι</i>]<br />η [[τέχνη]] του σοφιστή («κατὰ τὴν σοφιστείαν τοσοῦτον τοὺς ἄλλους ὑπερέβαλεν», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[σόφισμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σοφία]]<br /><b>2.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>Σοφιστεία</i><br />[[τίτλος]] έργου του Ερμαγόρου του Αμφιπολίτου.
}}
{{elru
|elrutext='''σοφιστεία:''' ἡ [[софистическое искусство]], [[софистика]] Diod., Diog. L.
}}
}}

Revision as of 15:40, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σοφιστεία Medium diacritics: σοφιστεία Low diacritics: σοφιστεία Capitals: ΣΟΦΙΣΤΕΙΑ
Transliteration A: sophisteía Transliteration B: sophisteia Transliteration C: sofisteia Beta Code: sofistei/a

English (LSJ)

ἡ, sophistry, D.S.12.53, Plu.2.78f, D.L.2.113, etc.; opp. σοφία, Ph.1.10; σοφιστεία μαντική, of Balaam, ib.609; title of work by Hermagoras of Amphipolis, Stoic.1.102: acc. to Poll.4.50, a barbarism.

German (Pape)

[Seite 914] ἡ, die Kunst eines Sophisten im Reden u. Disputiren, sophistische Kniffe u. Redekünsteleien, Sp., wie Plut. prof. virt. sent. p. 251; Philo.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
art sophistique, subtilité captieuse.
Étymologie: σοφιστής.

Russian (Dvoretsky)

σοφιστεία:софистическое искусство, софистика Diod., Diog. L.

Greek (Liddell-Scott)

σοφιστεία: ἡ, ἡ τέχνη τοῦ σοφιστοῦ, Διογ. Λ. 2. 113, Πλούτ. 2. 78F, κτλ.· σ. μαντική, ἐπὶ τοῦ Βαλαάμ, Φίλων 1. 609· κατὰ τὸν Πολυδ. Δ΄, 50, βαρβαρισμὸς ἀντὶ τοῦ σοφιστικὴ, ἡ. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 130.

Greek Monolingual

η, ΝΑ σοφιστεύω / -ομαι]
η τέχνη του σοφιστή («κατὰ τὴν σοφιστείαν τοσοῦτον τοὺς ἄλλους ὑπερέβαλεν», Διόδ.)
νεοελλ.
σόφισμα
αρχ.
1. σοφία
2. ως κύριο όν. Σοφιστεία
τίτλος έργου του Ερμαγόρου του Αμφιπολίτου.