σκυθρωπασμός: Difference between revisions

From LSJ

Ὅτι οὐδὲν ἧττον τὰ αὐτὰ ποιήσουσι, κἂν σὺ διαρραγῇς → You may break your heart, but men will still go on as before

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />air sombre, triste.<br />'''Étymologie:''' [[σκυθρωπάζω]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br />air sombre, triste.<br />'''Étymologie:''' [[σκυθρωπάζω]].
}}
{{elru
|elrutext='''σκυθρωπασμός:''' ὁ [[мрачный вид]], [[угрюмость]] (τῶν φιλοσόφων Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, Α [[σκυθρωπάζω]]<br />η [[κατάσταση]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[σκυθρωπάζω]], [[κατήφεια]], [[κατσούφιασμα]] («καὶ [[μειδίαμα]] καὶ σκυθρωπασμὸς αὐτῶν... ἔχει τινὰ καρπὸν ὠφέλιμον», <b>Πλούτ.</b>).
|mltxt=ὁ, Α [[σκυθρωπάζω]]<br />η [[κατάσταση]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[σκυθρωπάζω]], [[κατήφεια]], [[κατσούφιασμα]] («καὶ [[μειδίαμα]] καὶ σκυθρωπασμὸς αὐτῶν... ἔχει τινὰ καρπὸν ὠφέλιμον», <b>Πλούτ.</b>).
}}
{{elru
|elrutext='''σκυθρωπασμός:''' ὁ [[мрачный вид]], [[угрюмость]] (τῶν φιλοσόφων Plut.).
}}
}}

Revision as of 15:40, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκυθρωπασμός Medium diacritics: σκυθρωπασμός Low diacritics: σκυθρωπασμός Capitals: ΣΚΥΘΡΩΠΑΣΜΟΣ
Transliteration A: skythrōpasmós Transliteration B: skythrōpasmos Transliteration C: skythropasmos Beta Code: skuqrwpasmo/s

English (LSJ)

ὁ, sadness of countenance, [τῶν φιλοσόφων] Plu.2.43f, cf. 378f.

German (Pape)

[Seite 906] ὁ, zorniges, mürrisches, trauriges Ansehen, finstere, betrübte Miene, Plut. de audit. 7.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
air sombre, triste.
Étymologie: σκυθρωπάζω.

Russian (Dvoretsky)

σκυθρωπασμός:мрачный вид, угрюмость (τῶν φιλοσόφων Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

σκυθρωπασμός: ὁ σκυθρωπότης προσώπου, τῶν φιλοσόφων Πλούτ. 2. 49F.

Greek Monolingual

ὁ, Α σκυθρωπάζω
η κατάσταση και το αποτέλεσμα του σκυθρωπάζω, κατήφεια, κατσούφιασμα («καὶ μειδίαμα καὶ σκυθρωπασμὸς αὐτῶν... ἔχει τινὰ καρπὸν ὠφέλιμον», Πλούτ.).