πρόφραγμα: Difference between revisions
Πάντα ταῦτα ἐπείρασα ἐν τῇ σοφίᾳ: εἶπα Σοφισθήσομαι, καὶ αὐτὴ ἐμακρύνθη ἀπ' ἐμοῦ· κτλ. (Εcclesiastes 7:23f., LXX version) → I tried to give proof in wisdom of all those things; I said, I will be wise, but that wisdom was far from me ...
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0798.png Seite 798]] τό, ein vorn od. vor einem andern eingeschlossener, umzäunter oder befestigter Ort, Hesych., = [[προσκήνιον]]. – Schutzwehr, ἀεὶ ἂν ἐν μεγάλοις ἦν κινδύνοις τὰ κατὰ τοὺς Ἕλληνας, εἰ μὴ Μακεδόνας εἴχομεν [[πρόφραγμα]], Pol. 9, 35, 3; D. Sic. 19, 30. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0798.png Seite 798]] τό, ein vorn od. vor einem andern eingeschlossener, umzäunter oder befestigter Ort, Hesych., = [[προσκήνιον]]. – Schutzwehr, ἀεὶ ἂν ἐν μεγάλοις ἦν κινδύνοις τὰ κατὰ τοὺς Ἕλληνας, εἰ μὴ Μακεδόνας εἴχομεν [[πρόφραγμα]], Pol. 9, 35, 3; D. Sic. 19, 30. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πρόφραγμα:''' ατος τό переднее заграждение, защита, вал, оплот Arst., Diod., Polyb. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 18: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-άγματος, τὸ, Α [[προφράσσω]]<br /><b>1.</b> [[φράχτης]], [[οχύρωμα]] («οὐδ' ἀξιόλογον ἔχοντες [[πρόφραγμα]] περὶ αὐτούς», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[προασπιστής]], [[υπερασπιστής]] («εἰ μὴ [[Μακεδόνας]] εἴχομεν [[πρόφραγμα]]», Πολ). | |mltxt=-άγματος, τὸ, Α [[προφράσσω]]<br /><b>1.</b> [[φράχτης]], [[οχύρωμα]] («οὐδ' ἀξιόλογον ἔχοντες [[πρόφραγμα]] περὶ αὐτούς», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[προασπιστής]], [[υπερασπιστής]] («εἰ μὴ [[Μακεδόνας]] εἴχομεν [[πρόφραγμα]]», Πολ). | ||
}} | }} |
Revision as of 15:45, 3 October 2022
English (LSJ)
ατος, τό, (προφράσσω) fence placed in front, Arist.Oec. 1347a5, D.S.19.30: metaph., εἰ μὴ Μακεδόνας εἴχομεν π. Plb.9.35.3.
German (Pape)
[Seite 798] τό, ein vorn od. vor einem andern eingeschlossener, umzäunter oder befestigter Ort, Hesych., = προσκήνιον. – Schutzwehr, ἀεὶ ἂν ἐν μεγάλοις ἦν κινδύνοις τὰ κατὰ τοὺς Ἕλληνας, εἰ μὴ Μακεδόνας εἴχομεν πρόφραγμα, Pol. 9, 35, 3; D. Sic. 19, 30.
Russian (Dvoretsky)
πρόφραγμα: ατος τό переднее заграждение, защита, вал, оплот Arst., Diod., Polyb.
Greek (Liddell-Scott)
πρόφραγμα: τό, (προφράσσω) φραγμὸς τιθέμενος ἐμπρός, ὡς τὸ προτείχισμα, Ἀριστ. Οἰκ. 2. 4, Διόδ. 19. 30· μεταφ., Πολύβ. 9. 35, 3, κτλ.
Greek Monolingual
-άγματος, τὸ, Α προφράσσω
1. φράχτης, οχύρωμα («οὐδ' ἀξιόλογον ἔχοντες πρόφραγμα περὶ αὐτούς», Διόδ.)
2. προασπιστής, υπερασπιστής («εἰ μὴ Μακεδόνας εἴχομεν πρόφραγμα», Πολ).