συγκαταθετικός: Difference between revisions

From LSJ

ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />approbatif.<br />'''Étymologie:''' [[συγκατάθεσις]].
|btext=ή, όν :<br />approbatif.<br />'''Étymologie:''' [[συγκατάθεσις]].
}}
{{elru
|elrutext='''συγκαταθετικός:''' филос. выражающий признание, утверждающий (τῆς ψυχῆς [[κίνημα]] Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[συγκαταθετικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[συγκατατίθημι]]<br /><b>1.</b> αυτός που συγκατατίθεται, που αποδέχεται, που επιδοκιμάζει («[[οὔπω]] δὲ συγκαταθετικὸς [ὁ νοῦς] τῶν ἀεὶ γινομένων, ἐὰν μὴ θέλῃ ὁ [[ἄνθρωπος]]», Επιφάν.)<br /><b>2.</b> [[καταφατικός]], [[βεβαιωτικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>συγκαταθετικώς</i> / <i>συγκαταθετικῶς</i> ΝΑ, και <i>συγκαταθετικά</i> Ν<br />με [[συγκατάθεση]], επιδοκιμαστικά.
|mltxt=-ή, -ό / [[συγκαταθετικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[συγκατατίθημι]]<br /><b>1.</b> αυτός που συγκατατίθεται, που αποδέχεται, που επιδοκιμάζει («[[οὔπω]] δὲ συγκαταθετικὸς [ὁ νοῦς] τῶν ἀεὶ γινομένων, ἐὰν μὴ θέλῃ ὁ [[ἄνθρωπος]]», Επιφάν.)<br /><b>2.</b> [[καταφατικός]], [[βεβαιωτικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>συγκαταθετικώς</i> / <i>συγκαταθετικῶς</i> ΝΑ, και <i>συγκαταθετικά</i> Ν<br />με [[συγκατάθεση]], επιδοκιμαστικά.
}}
{{elru
|elrutext='''συγκαταθετικός:''' филос. выражающий признание, утверждающий (τῆς ψυχῆς [[κίνημα]] Plut.).
}}
}}

Revision as of 15:50, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκαταθετικός Medium diacritics: συγκαταθετικός Low diacritics: συγκαταθετικός Capitals: ΣΥΓΚΑΤΑΘΕΤΙΚΟΣ
Transliteration A: synkatathetikós Transliteration B: synkatathetikos Transliteration C: sygkatathetikos Beta Code: sugkataqetiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A assenting, approving, Chrysipp.Stoic.2.40, Plu.2.1122b, Arr.Epict.1.17.22. 2 affirmative, Suid. s.v. ἀππαπαῖ. Adv. -κῶς Arr.Epict.1.14.7.

German (Pape)

[Seite 964] ή, όν, zustimmend, beifällig, κίνημα, Plut. adv. Colot. 26.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
approbatif.
Étymologie: συγκατάθεσις.

Russian (Dvoretsky)

συγκαταθετικός: филос. выражающий признание, утверждающий (τῆς ψυχῆς κίνημα Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

συγκαταθετικός: -ή, -όν, ὁ συγκατατιθέμενος, ἐπιδοκιμάζων, συγκατανεύων, Πλουτ. 2. 1122Β· καταφατικὸς ἢ βεβαιωτικός, Σουΐδ. ἐν λ. ἀππαπαί. Ἐπίρρ. -κῶς, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 14, 4.

Greek Monolingual

-ή, -ό / συγκαταθετικός, -ή, -όν, ΝΑ συγκατατίθημι
1. αυτός που συγκατατίθεται, που αποδέχεται, που επιδοκιμάζει («οὔπω δὲ συγκαταθετικὸς [ὁ νοῦς] τῶν ἀεὶ γινομένων, ἐὰν μὴ θέλῃ ὁ ἄνθρωπος», Επιφάν.)
2. καταφατικός, βεβαιωτικός.
επίρρ...
συγκαταθετικώς / συγκαταθετικῶς ΝΑ, και συγκαταθετικά Ν
με συγκατάθεση, επιδοκιμαστικά.