σημαντός: Difference between revisions

From LSJ

νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=shmanto/s
|Beta Code=shmanto/s
|Definition=ή, όν, [[marked]], [[τροχαῖος]] a trochee consisting of 8 + 4 time-units, Plu.2.1140f, Aristid. Quint.1.16.
|Definition=ή, όν, [[marked]], [[τροχαῖος]] a trochee consisting of 8 + 4 time-units, Plu.2.1140f, Aristid. Quint.1.16.
}}
{{elru
|elrutext='''σημαντός:''' [adj. verb. к [[σημαίνω]] отмеченный, обозначенный, подчеркнутый, выделенный ([[τροχαῖος]] Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 15: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α [[σημαίνω]]<br /><b>φρ.</b> «σημαντὸς τροχαῖος»<br /><b>(μετρ.)</b> [[τροχαίος]] που αποτελείται από οκτάσημη [[θέση]] και τετράσημη [[άρση]].
|mltxt=-ή, -όν, Α [[σημαίνω]]<br /><b>φρ.</b> «σημαντὸς τροχαῖος»<br /><b>(μετρ.)</b> [[τροχαίος]] που αποτελείται από οκτάσημη [[θέση]] και τετράσημη [[άρση]].
}}
{{elru
|elrutext='''σημαντός:''' [adj. verb. к [[σημαίνω]] отмеченный, обозначенный, подчеркнутый, выделенный ([[τροχαῖος]] Plut.).
}}
}}

Revision as of 15:50, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σημαντός Medium diacritics: σημαντός Low diacritics: σημαντός Capitals: ΣΗΜΑΝΤΟΣ
Transliteration A: sēmantós Transliteration B: sēmantos Transliteration C: simantos Beta Code: shmanto/s

English (LSJ)

ή, όν, marked, τροχαῖος a trochee consisting of 8 + 4 time-units, Plu.2.1140f, Aristid. Quint.1.16.

Russian (Dvoretsky)

σημαντός: [adj. verb. к σημαίνω отмеченный, обозначенный, подчеркнутый, выделенный (τροχαῖος Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

σημαντός: -ή, -όν, σεσημειωμένος, δεδηλωμένος, ἐμφαντικός, ἐπὶ χρόνου ἐν τῇ μουσικῇ, Πλούτ. 2. 1140F, Ἀριστείδ. Μουσ. 1, σ. 37, πρβλ. Bōckh Metr. Pind. σ. 23.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α σημαίνω
φρ. «σημαντὸς τροχαῖος»
(μετρ.) τροχαίος που αποτελείται από οκτάσημη θέση και τετράσημη άρση.