συμμεταδίδωμι: Difference between revisions

From LSJ

πᾶσα οἰκία ὁπλιτῶν νένακτο → every house had been crammed with soldiers

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0981.png Seite 981]] (s. [[δίδωμι]]), mittheilen, bes. um darüber zu berathschlagen, τινὶ τῆς ἐπιβολῆς Pol. 5, 36, 2, περὶ τῶν ἐνεστώτων 23, 14, 7.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0981.png Seite 981]] (s. [[δίδωμι]]), mittheilen, bes. um darüber zu berathschlagen, τινὶ τῆς ἐπιβολῆς Pol. 5, 36, 2, περὶ τῶν ἐνεστώτων 23, 14, 7.
}}
{{elru
|elrutext='''συμμεταδίδωμι:''' (δῐ) передавать, сообщать (τινί τινος или περί τινος Polyb.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br />[[κοινοποιώ]] σε κάποιον [[κάτι]] για την από κοινού εξέτασή του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[μεταδίδωμι]] «[[ανακοινώνω]], [[συσκέπτομαι]] με κάποιον για [[κάτι]]»].
|mltxt=Α<br />[[κοινοποιώ]] σε κάποιον [[κάτι]] για την από κοινού εξέτασή του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[μεταδίδωμι]] «[[ανακοινώνω]], [[συσκέπτομαι]] με κάποιον για [[κάτι]]»].
}}
{{elru
|elrutext='''συμμεταδίδωμι:''' (δῐ) передавать, сообщать (τινί τινος или περί τινος Polyb.).
}}
}}

Revision as of 15:55, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμμεταδίδωμι Medium diacritics: συμμεταδίδωμι Low diacritics: συμμεταδίδωμι Capitals: ΣΥΜΜΕΤΑΔΙΔΩΜΙ
Transliteration A: symmetadídōmi Transliteration B: symmetadidōmi Transliteration C: symmetadidomi Beta Code: summetadi/dwmi

English (LSJ)

impart information about a matter, σ. τινί τινος or περί τινος, Plb.5.36.2, 22.14.7.

German (Pape)

[Seite 981] (s. δίδωμι), mittheilen, bes. um darüber zu berathschlagen, τινὶ τῆς ἐπιβολῆς Pol. 5, 36, 2, περὶ τῶν ἐνεστώτων 23, 14, 7.

Russian (Dvoretsky)

συμμεταδίδωμι: (δῐ) передавать, сообщать (τινί τινος или περί τινος Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

συμμεταδίδωμι: μεταδίδωμι ἢ ἀνακοινοῦμαι ὁμοῦ, σ. τινί τινος ἢ περί τινος Πολύβ. 5. 36, 2., 23. 14, 7.

Greek Monolingual

Α
κοινοποιώ σε κάποιον κάτι για την από κοινού εξέτασή του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + μεταδίδωμι «ανακοινώνω, συσκέπτομαι με κάποιον για κάτι»].