συνεσταλμένως: Difference between revisions

From LSJ

ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρίαroot of all the evils is the love of money, for every possible kind of evil can be motivated by the love of money

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />simplement.<br />'''Étymologie:''' dérivé du part. pf. Pass. de [[συστέλλω]].
|btext=<i>adv.</i><br />simplement.<br />'''Étymologie:''' dérivé du part. pf. Pass. de [[συστέλλω]].
}}
{{elru
|elrutext='''συνεσταλμένως:''' [[воздержно]], [[скромно]] ([[ζῆν]] Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ, και συνεσταλμένα Ν<br /><b>επίρρ.</b> με [[συστολή]], με [[σεμνότητα]] και [[ευπρέπεια]] (α. «μιλάει [[πάντα]] συνεσταλμένα» β. «[[συνεσταλμένως]] ζῆν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />με [[συντομία]], περιληπτικά («[[συνεσταλμένως]] μὲν.... ἐμφαντικώτερον δέ», Ιωάνν. Χρυσ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>γραμμ.</b> με [[συστολή]] της συλλαβής, με βραχύ [[φωνήεν]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> μτχ. παθ. παρακμ. [[συνεσταλμένος]] του [[συστέλλω]].
|mltxt=ΝΜΑ, και συνεσταλμένα Ν<br /><b>επίρρ.</b> με [[συστολή]], με [[σεμνότητα]] και [[ευπρέπεια]] (α. «μιλάει [[πάντα]] συνεσταλμένα» β. «[[συνεσταλμένως]] ζῆν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />με [[συντομία]], περιληπτικά («[[συνεσταλμένως]] μὲν.... ἐμφαντικώτερον δέ», Ιωάνν. Χρυσ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>γραμμ.</b> με [[συστολή]] της συλλαβής, με βραχύ [[φωνήεν]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> μτχ. παθ. παρακμ. [[συνεσταλμένος]] του [[συστέλλω]].
}}
{{elru
|elrutext='''συνεσταλμένως:''' [[воздержно]], [[скромно]] ([[ζῆν]] Plut.).
}}
}}

Revision as of 15:55, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεσταλμένως Medium diacritics: συνεσταλμένως Low diacritics: συνεσταλμένως Capitals: ΣΥΝΕΣΤΑΛΜΕΝΩΣ
Transliteration A: synestalménōs Transliteration B: synestalmenōs Transliteration C: synestalmenos Beta Code: sunestalme/nws

English (LSJ)

Adv., (συστέλλω) A contractedly: I Gramm., with a short vowel, Ath.3.106b, 9.393c. II of a mode of life, simply, frugally, σ. ζῆν Plu.2.216e, etc.; humbly, Poll.3.137.

French (Bailly abrégé)

adv.
simplement.
Étymologie: dérivé du part. pf. Pass. de συστέλλω.

Russian (Dvoretsky)

συνεσταλμένως: воздержно, скромно (ζῆν Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

συνεσταλμένως: Ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ συστέλλω, μετὰ συστολῆς: Ι. παρὰ τοῖς γραμμ., μετὰ βραχέος φωνήεντος, Ἀθήν. 106Β, 393Β. ΙΙ. ἐπὶ τοῦ τρόπου τοῦ ζῆν ἢ τῆς διαίτης, ἁπλῶς, λιτῶς, σ. ζῆν Πλούτ. 2. 216F, κτλ.· ταπεινῶς, Πολυδ. Γ΄, 137.

Greek Monolingual

ΝΜΑ, και συνεσταλμένα Ν
επίρρ. με συστολή, με σεμνότητα και ευπρέπεια (α. «μιλάει πάντα συνεσταλμένα» β. «συνεσταλμένως ζῆν», Πλούτ.)
μσν.-αρχ.
με συντομία, περιληπτικά («συνεσταλμένως μὲν.... ἐμφαντικώτερον δέ», Ιωάνν. Χρυσ.)
αρχ.
γραμμ. με συστολή της συλλαβής, με βραχύ φωνήεν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. συνεσταλμένος του συστέλλω.