τέο: Difference between revisions
Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<span class="bld">1</span><i>ion. et dor. p.</i> τίνος, <i>gén. de</i> [[τίς]] <i>interrogatif</i>. | |btext=<span class="bld">1</span><i>ion. et dor. p.</i> τίνος, <i>gén. de</i> [[τίς]] <i>interrogatif</i>. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τέο:'''<br /><b class="num">I</b> эп.-ион.-дор. = τίνος (gen. к τίς).<br /><b class="num">II</b> эп.-ион.-дор. = τινός (gen. к τὶς). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τέο:'''<b class="num">I.</b> Ιων. και Δωρ. γεν. της ερωτημ. αντων. τίς, σε Ομήρ. Ιλ. <b>II. [[τέο]]</b>, Ιων. και Δωρ. γεν. της εγκλιτ. αντων. τις, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.<br /><b class="num">• [[τέο]]:</b> Δωρ. γεν. του <i>σύ</i> (<i>τύ</i>), Επικ. [[τεοῖο]], σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''τέο:'''<b class="num">I.</b> Ιων. και Δωρ. γεν. της ερωτημ. αντων. τίς, σε Ομήρ. Ιλ. <b>II. [[τέο]]</b>, Ιων. και Δωρ. γεν. της εγκλιτ. αντων. τις, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.<br /><b class="num">• [[τέο]]:</b> Δωρ. γεν. του <i>σύ</i> (<i>τύ</i>), Επικ. [[τεοῖο]], σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:55, 3 October 2022
English (LSJ)
gen. of interrog. τίς, v. τις B init. II τεο, gen. of enclit. τις, v. τις A init. III τέο, Dor. gen. of ού (τύ), v. σύ; Ep. τεοῖο, ibid. τεοισι, τέοισι, Ion. for τισι, τίσι, v. τις A and B init. τέος, Dor. gen. of σύ (q.v.).
German (Pape)
[Seite 1092] dor. gen. von σύ statt σοῦ, Alcm. ion. u. dor. gen. von τίς statt τίνος (s. τίς), u. entl. = τινός.
French (Bailly abrégé)
1ion. et dor. p. τίνος, gén. de τίς interrogatif.
Russian (Dvoretsky)
τέο:
I эп.-ион.-дор. = τίνος (gen. к τίς).
II эп.-ион.-дор. = τινός (gen. к τὶς).
Greek (Liddell-Scott)
τέο: Ἰων. καὶ Δωρ. γενικ. τῆς ἐρωτημ. ἀντωνυμ. τίς, Ἰλ. Β. 225, κλπ. ΙΙ. τεο, Ἰων. καὶ Δωρ. γεν. τῆς ἐγκλιτ. ἀντωνυμ. τις, Ὀδ. Π. 305, Ἡρόδ.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
(I)
Α
(ιων. και δωρ. και επικ. τ. γεν.) βλ. τίς.
(III)
Α
(δωρ. τ. γεν. της προσ. αντων. β' προσ. σύ) βλ. εσύ.
Greek Monotonic
τέο:I. Ιων. και Δωρ. γεν. της ερωτημ. αντων. τίς, σε Ομήρ. Ιλ. II. τέο, Ιων. και Δωρ. γεν. της εγκλιτ. αντων. τις, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.
• τέο: Δωρ. γεν. του σύ (τύ), Επικ. τεοῖο, σε Ομήρ. Ιλ.