ταρίχευσις: Difference between revisions

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br /><i>c.</i> [[ταριχεία]].<br />'''Étymologie:''' [[ταριχεύω]].
|btext=εως (ἡ) :<br /><i>c.</i> [[ταριχεία]].<br />'''Étymologie:''' [[ταριχεύω]].
}}
{{elru
|elrutext='''τᾰρίχευσις:''' εως (ῑχ) ἡ Her. = [[ταριχεία]] 1 и 2.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τᾰρίχευσις:''' ἡ,<br /><b class="num">1.</b> [[βαλσάμωμα]], [[ταρίχευση]], λέγεται για τις μούμιες, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[αλάτισμα]], [[πάστωμα]], λέγεται για ψάρια, στον ίδ.
|lsmtext='''τᾰρίχευσις:''' ἡ,<br /><b class="num">1.</b> [[βαλσάμωμα]], [[ταρίχευση]], λέγεται για τις μούμιες, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[αλάτισμα]], [[πάστωμα]], λέγεται για ψάρια, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''τᾰρίχευσις:''' εως (ῑχ) ἡ Her. = [[ταριχεία]] 1 и 2.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=τᾰρίχευσις, εως, [from τᾰρῑχεύω]<br /><b class="num">1.</b> embalming, of mummies, Hdt.<br /><b class="num">2.</b> pickling, salting, of [[fish]], Hdt.
|mdlsjtxt=τᾰρίχευσις, εως, [from τᾰρῑχεύω]<br /><b class="num">1.</b> embalming, of mummies, Hdt.<br /><b class="num">2.</b> pickling, salting, of [[fish]], Hdt.
}}
}}

Revision as of 16:04, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰρῑχευσις Medium diacritics: ταρίχευσις Low diacritics: ταρίχευσις Capitals: ΤΑΡΙΧΕΥΣΙΣ
Transliteration A: tarícheusis Transliteration B: taricheusis Transliteration C: tarichefsis Beta Code: tari/xeusis

English (LSJ)

εως, ἡ, A embalming, of mummies, Hdt.2.85,88. 2 pickling, salting, of fish, Id.4.53, Gloss.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
c. ταριχεία.
Étymologie: ταριχεύω.

Russian (Dvoretsky)

τᾰρίχευσις: εως (ῑχ) ἡ Her. = ταριχεία 1 и 2.

Greek (Liddell-Scott)

ταρίχευσις: ἡ, τὸ ταριχεύειν νεκρὰ σώματα, Ἡρόδ. 2. 85, 88. 2) τὸ ἁλάτισμα ἰχθύων, ὁ αὐτ. 4. 53, πρβλ. ταριχεία.

Greek Monotonic

τᾰρίχευσις: ἡ,
1. βαλσάμωμα, ταρίχευση, λέγεται για τις μούμιες, σε Ηρόδ.
2. αλάτισμα, πάστωμα, λέγεται για ψάρια, στον ίδ.

Middle Liddell

τᾰρίχευσις, εως, [from τᾰρῑχεύω]
1. embalming, of mummies, Hdt.
2. pickling, salting, of fish, Hdt.