στρατοπεδευτικός: Difference between revisions
From LSJ
ἴσον ἔχουσαν πατρὶ μένος καὶ ἐπίφρονα βουλήν (Hesiod, Theogony 896) → equal to her father in strength and in wise understanding (on Athena necklace)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />qui concerne le campement <i>ou</i> le camp.<br />'''Étymologie:''' [[στρατοπεδεύω]]. | |btext=ή, όν :<br />qui concerne le campement <i>ou</i> le camp.<br />'''Étymologie:''' [[στρατοπεδεύω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''στρᾰτοπεδευτικός:''' [[лагерный]] (σχήματοι Polyb.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''στρᾰτοπεδευτικός:''' -ή, -όν, αυτός που ανήκει σε [[στρατόπεδο]], σε Πολύβ. | |lsmtext='''στρᾰτοπεδευτικός:''' -ή, -όν, αυτός που ανήκει σε [[στρατόπεδο]], σε Πολύβ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=στρᾰτοπεδευτικός, ή, όν<br />of an [[encampment]], Polyb. | |mdlsjtxt=στρᾰτοπεδευτικός, ή, όν<br />of an [[encampment]], Polyb. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:04, 3 October 2022
English (LSJ)
ή, όν, of an encampment, σχήματα Plb.6.30.3; concerning encampments, βίβλος Aen.Tact.21.2.
German (Pape)
[Seite 952] zum Lagern, Lageraufschlagen, zum Heereslager gehörig, σχήματα, Pol. 6, 30, 3.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui concerne le campement ou le camp.
Étymologie: στρατοπεδεύω.
Russian (Dvoretsky)
στρᾰτοπεδευτικός: лагерный (σχήματοι Polyb.).
Greek (Liddell-Scott)
στρᾰτοπεδευτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς στρατόπεδον, σχήματα, Πολύβ. 6. 30, 3.
Greek Monolingual
-ή, -ό / στρατοπεδευτικός, -ή, -όν, ΝΑ στρατοπεδεύω
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη στρατοπέδευση.
Greek Monotonic
στρᾰτοπεδευτικός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει σε στρατόπεδο, σε Πολύβ.
Middle Liddell
στρᾰτοπεδευτικός, ή, όν
of an encampment, Polyb.