τερμόνιος: Difference between revisions

From LSJ

μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=α, ον :<br />qui est à l'extrémité.<br />'''Étymologie:''' [[τέρμων]].
|btext=α, ον :<br />qui est à l'extrémité.<br />'''Étymologie:''' [[τέρμων]].
}}
{{elru
|elrutext='''τερμόνιος:''' [[находящийся на краю света]], [[отдаленнейший]] ([[πάγος]] Aesch.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τερμόνιος:''' -α, -ον, αυτός που βρίσκεται κοντά στο [[τέλος]] της γης, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''τερμόνιος:''' -α, -ον, αυτός που βρίσκεται κοντά στο [[τέλος]] της γης, σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''τερμόνιος:''' [[находящийся на краю света]], [[отдаленнейший]] ([[πάγος]] Aesch.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[τερμόνιος]], η, ον<br />at the [[world]]'s end, Aesch. [from [[τέρμων]]
|mdlsjtxt=[[τερμόνιος]], η, ον<br />at the [[world]]'s end, Aesch. [from [[τέρμων]]
}}
}}

Revision as of 16:05, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τερμόνιος Medium diacritics: τερμόνιος Low diacritics: τερμόνιος Capitals: ΤΕΡΜΟΝΙΟΣ
Transliteration A: termónios Transliteration B: termonios Transliteration C: termonios Beta Code: termo/nios

English (LSJ)

α, ον, at the world's end, πάγος A.Pr.117 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1094] = τέρμιος; Aesch. πάγος, Prom. 117; τὸ τερμόνιον, Philodem. 12 (XI, 20), f. L. τερμόριον.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qui est à l'extrémité.
Étymologie: τέρμων.

Russian (Dvoretsky)

τερμόνιος: находящийся на краю света, отдаленнейший (πάγος Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

τερμόνιος: -α, -ον, ὁ πρὸς τὸ τέλος τῆς γῆς, ἵκετο τερμόνιον ἐπὶ πάγον Αἰσχύλ. Πρ. 117.

Greek Monolingual

-ία, -ον, Α τέρμων, -ονος]
αυτός που βρίσκεται προς το τέρμα, στο άκρο της γης, ο έσχατος («ἵκετο τερμόνιον πάγον», Αισχύλ.).

Greek Monotonic

τερμόνιος: -α, -ον, αυτός που βρίσκεται κοντά στο τέλος της γης, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

τερμόνιος, η, ον
at the world's end, Aesch. [from τέρμων