τραγοσκελής: Difference between revisions

From LSJ

ὑπὲρ κεφαλῆς γῆρας ὑπερκρέμαται → old age hangs over one's head

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />à jambes <i>ou</i> à pieds de bouc.<br />'''Étymologie:''' [[τράγος]], [[σκέλος]].
|btext=ής, ές :<br />à jambes <i>ou</i> à pieds de bouc.<br />'''Étymologie:''' [[τράγος]], [[σκέλος]].
}}
{{elru
|elrutext='''τρᾰγοσκελής:''' [[козлоногий]] ([[Πάν]] Her., Luc.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τρᾰγοσκελής:''' -ές ([[σκέλος]]), αυτός που έχει πόδια τράγου, σε Ηρόδ., Λουκ.
|lsmtext='''τρᾰγοσκελής:''' -ές ([[σκέλος]]), αυτός που έχει πόδια τράγου, σε Ηρόδ., Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''τρᾰγοσκελής:''' [[козлоногий]] ([[Πάν]] Her., Luc.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=τρᾰγο-σκελής, ές [[σκέλος]]<br />[[goat]]-shanked, Hdt., Luc.
|mdlsjtxt=τρᾰγο-σκελής, ές [[σκέλος]]<br />[[goat]]-shanked, Hdt., Luc.
}}
}}

Revision as of 16:25, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρᾰγοσκελής Medium diacritics: τραγοσκελής Low diacritics: τραγοσκελής Capitals: ΤΡΑΓΟΣΚΕΛΗΣ
Transliteration A: tragoskelḗs Transliteration B: tragoskelēs Transliteration C: tragoskelis Beta Code: tragoskelh/s

English (LSJ)

ές, goat-shanked, applied to Pan, Hdt.2.46, Duris 21 J., Luc.DDeor.22.2, App.Anth.6.191, etc.

German (Pape)

[Seite 1133] ές, bocksschenkelig, -füßig; Pan, Her. 2, 46; Luc. D. D. 22, 2.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
à jambes ou à pieds de bouc.
Étymologie: τράγος, σκέλος.

Russian (Dvoretsky)

τρᾰγοσκελής: козлоногий (Πάν Her., Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

τρᾰγοσκελής: -ές, ὁ ἔχων τράγου σκέλη, ἐπὶ τοῦ Πανός, Ἡρόδ. 2. 46, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 22. 2, Ὕμν. ἐν Εὐσεβ. Εὐαγγ. Προπ. 124Β, κλπ.

Greek Monolingual

-ές, Α
(ως προσωνυμία του Πανός) αυτός που έχει σκέλη τράγου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τράγος + -σκελής (< σκέλος), πρβλ. ιππο-σκελής].

Greek Monotonic

τρᾰγοσκελής: -ές (σκέλος), αυτός που έχει πόδια τράγου, σε Ηρόδ., Λουκ.

Middle Liddell

τρᾰγο-σκελής, ές σκέλος
goat-shanked, Hdt., Luc.